παραμύθια


παραμύθι 01

"Τα πλεκτά της γιαγιάς"




Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα όμορφο χωριουδάκι στην κορυφή ενός πολύ, πολύ, πολύ ψηλού βουνού. Ήταν τόσο ψηλά αυτή η κορυφή του βουνού που τα σύννεφα σκέπαζαν τους δρόμους, τα δέντρα, τα χωράφια και τις στέγες.

 Ήταν τόσο ψηλά αυτή η κορυφή του βουνού, που τα σύννεφα έμπαιναν μέσα στα σπίτια, από τα παράθυρα και τις καμινάδες. Τα παιδιά χαιρόντουσαν πολύ με αυτό που συνέβαινε, γιατί μαζί με τα σύννεφα έμπαιναν και πολλά πουλιά. Αγριόχηνες, χελιδόνια… και όσα αποδημούσαν για θερμότερες χώρες!
Όλα φαινόντουσαν ωραία για τα παιδιά! Άλλα έπαιζαν κρυφτό στις γειτονιές, άλλα μάζευαν σύννεφα σε βάζα, άλλα έπαιζαν με τα πουλιά που έμπαιναν στα σπίτια τους.

 Όμως οι νοικοκυρές είχαν προβλήματα. Δεν έβλεπαν καλά, και δεν έβρισκαν τα σκεύη στην κουζίνα τους. Το ταψί με την πίτα το έβαζαν στο ψυγείο, το παγωτό στον φούρνο, τα σιδερωμένα ρούχα στην πιατοθήκη, τα κρεμμύδια και τις πατάτες στο κρεβάτι τους… και τόσα άλλα ακόμα! Αλλά και οι άντρες είχαν προβλήματα. Δεν έβλεπαν καλά, και δεν έβρισκαν τα εργαλεία τους, τα χωράφια, τα αυτοκίνητα, τα ζώα τους. Ο ένας έμπαινε στο αυτοκίνητο του άλλου, όργωνε το χωράφι του γείτονα, και ο γείτονας το δικό του. Τάιζε τα ζωντανά του γείτονα και κλάδευε τα δέντρα του άλλου.
Ο γείτονας μάζευε τους καρπούς του διπλανού του και πουλούσε τα λαχανικά του άλλου.
Όλα αυτά γινόντουσαν τα καλοκαίρια.

 Τους χειμώνες όμως τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα!
Το χιόνι και η ομίχλη σκέπαζαν τα πάντα. Οι κάτοικοι έπαιρναν τα ξύλα από τις αποθήκες και πήγαινα να ανάψουν το τζάκι του σπιτιού τους, αλλά πολλές φορές έμπαιναν σε λάθος σπίτι.
Έτρωγαν με λάθος οικογένειες και μπέρδευαν τα παιδιά τους. Πήγαιναν στο φούρνο, φιλούσαν το χέρι του φούρναρη και περίμεναν να τους κοινωνήσει. Πήγαιναν στην εκκλησία και ζητούσαν ψωμί, κουλουράκια, ή γλυκά. Πήγαιναν στο μπακάλικο και ζητούσαν βίδες, καρφιά, τανάλιες, ή πήγαιναν στον χασάπη και ζητούσαν φάρμακα, μπογιές, σύρματα! Όμως το χειρότερο ήταν με τα δέντρα και τα φυτά. Έκανε τόσο πολύ κρύο που δεν μεγάλωναν πολύ. Πολλά από αυτά μαραίνονταν, σάπιζαν και καταστρέφονταν. Όταν δε έβρεχε, το χωριό έμοιαζε σαν να ήταν νησί!
 Όλα κολυμπούσαν γύρω- γύρω και άλλαζαν θέση.

Η εκκλησία πήγαινε εκεί που ήταν το σχολείο, το σχολείο στη θέση του φούρνου, ο φούρνος στη θέση του μπακάλικου και ούτω κάθε εξής.
Μια κρύα μέρα του χειμώνα λοιπόν, καθώς η Έλλη κοιτούσε από το παράθυρο το χιόνι να πέφτει στον κήπο της γιαγιάς της, την ρωτάει:
-Γιαγιά, κρυώνουν τώρα τα λουλούδια;
-Κρυώνουν και αυτά παιδάκι μου.
-Εμείς τώρα γιατί δεν κρυώνουμε;
-Γιατί φοράμε ζεστά, μάλλινα ρούχα παιδί μου.

-Γιατί δεν φτιάχνουμε ζεστά ρούχα και για τα φυτά μας; Είπε η μικρή Έλλη.
 Η γιαγιά σκέφτηκε λίγο, χαμογέλασε και είπε:
-Έχω πολλά κουβάρια μαλλί στο ντουλάπι μου, έλα να διαλέξουμε μαζί, τι φόρεμα να πλέξω στο κάθε φυτό!
Έτσι και έγινε.

Η γιαγιά έκατσε στην πολυθρόνα της και άρχισε να πλέκει , να πλέκει, να πλέκει ασταμάτητα.
Πέρασαν μερικές μέρες και η γιαγιά είχε ετοιμάσει παλτουδάκια για τρεις μεγάλες γλάστρες και για δύο δεντράκια.
Η  Έλλη χαρούμενη έτρεξε να ντύσει τα φυτά και να τους φορέσει τα ωραία πλεκτά της γιαγιάς της. Της άρεσαν τόσο πολύ έτσι ντυμένα όλα, που άρχισε να φωνάζει χαρούμενη.
Την άκουσαν από τα διπλανά σπίτια και βγήκαν όλοι να δουν τι συμβαίνει.

 Μόλις είδαν τον κήπο της γιαγιάς ντυμένο με πλεκτά ρούχα, ενθουσιάστηκαν όλοι και άρχισαν να φωνάζουν και αυτοί χαρούμενοι.
-Τώρα δεν θα χαλάνε τα φυτά μας!
-Θα αντέχουν στο κρύο!
- Να φτιάξουμε πλεκτά ρούχα σε όλα τα ζώα.
-Σε όλα τα δέντρα, σε όλα τα φυτά.

-Στις στέγες, στα χωράφια……
Και πράγματι έτσι έγινε. Το χωριό χαρούμενο που βρήκε λύση στο πρόβλημα του χειμώνα, ζήτησε από την γιαγιά της Έλλης με γρήγορους ρυθμούς να αρχίσει να πλέκει, να πλέκει, να πλέκει…
Οι γυναίκες, για να βοηθήσουν την γιαγιά να πλέκει ασταμάτητα, έτρεξαν με τα κουβάρια στα χέρια, όσα είχε η κάθε μία δηλαδή, και της τα πρόσφεραν. Και η γιαγιά έπλεκε, έπλεκε, έπλεκε, έπλεκε…. ασταμάτητα!

Οι άντρες, έντυναν τα δέντρα και τις στέγες στα σπίτια τους, και η γιαγιά έπλεκε, έπλεκε, έπλεκε, έπλεκε….ασταμάτητα! Τα παιδιά έντυναν τις γλάστρες και τα φυτά, και η γιαγιά έπλεκε, έπλεκε, έπλεκε, έπλεκε…. ασταμάτητα! Έτσι, όλοι μαζί, έφτιαξαν ένα πλεκτό ζεστό χωριό, με ωραία σχέδια και χαρούμενα χρώματα. Στην καρδιά του χειμώνα, που όλα τα χωριά ήταν κατάλευκα, αυτό ήταν το πιο χρωματιστό και όμορφο χωριό που έχει δει κανείς! Και φυσικά δεν ξέχασαν ποτέ, ότι αυτό ήταν μια έξυπνη ιδέα της  Έλλης, και τα πρώτα πλεκτά ρουχαλάκια των δέντρων, ήταν της αγαπημένης γιαγιάς της!


η εικονογράφηση έχει γίνει ηλεκτρονικά με χρήση photoshop, τον Μάρτιο του 2012.





παραμύθι 02

"Ο λαγός που όλο πεινούσε, και όλο ξεχνούσε"

Τα λαγουδάκια αρέσουν πολύ στην Έλλη, και όχι μόνο σοκολατένια. Σκέφτηκε λοιπόν μια ιστοριούλα για να την πει στις φίλες της με ένα όμορφο λαγουδάκι τον Ηλία, που τον ονόμασε έτσι, γιατί του άρεσε πολύ να κάθεται στον ήλιο και να τρώει ηλιόσπορους!


Μία φορά και ένα καιρό ήταν ένα όμορφο δάσος, καταπράσινο, γεμάτο ζωάκια και πουλάκια. Σε αυτό το δάσος, τα πουλιά κάθε δεκατέσσερις Μαίου κάνουν μια γιορτή. Φοράνε τα καλά τους καμαρώνουν και κελαηδούν χαρούμενα. Αυτή τη χρονιά σκέφτηκαν να φτιάξουν ένα χώρο ιδιαίτερο. Να έχει φώτα, ωραίους πίνακες ζωγραφικής στους τοίχους και μαρμάρινα πλακάκια. Εκεί θα λάμπει η ομορφιά τους και τα υπόλοιπα ζώα του δάσους θα τα θαυμάζουν, γιατί θα φαίνονται πιο όμορφα.

Το κοράκι λοιπόν που κάνει και το πιο έξυπνο, πρότεινε να ζητήσουν την βοήθεια του λαγού που είναι και ζωγράφος. Σίγουρα κάποια καλή ιδέα θα είχε για τον στολισμό.
Έτσι και έγινε. Αφού όλα τα πουλιά συμφώνησαν ανέλαβε να το πει στον λαγό, που όλο ξεχνούσε και όλο πεινούσε.

Ο λαγός έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στο δάσος που ήταν και το ατελιέ του. Σαν ενθουσιώδης καλλιτέχνης που ήταν, δέχτηκε αμέσως την πρόταση των πουλιών. Έψαξε τα σύνεργά του, ρύθμισε το καβαλέτο του, μάζεψε τις μπογιές του… αλλά μετά ξέχασε τι ήθελε να ζωγραφίσει.
Σκεφτόταν, σκεφτόταν, αλλά τίποτα δεν θυμόταν. Αφού λοιπόν δεν θυμόταν τίποτα, αποφάσισε να ζωγραφίσει φύλλα, κλαδιά και ανάποδα σπίτια που τόσο πολύ του άρεσαν!
Μετά από λίγη ώρα το κοράκι που πέρασε να δει τι είχε κάνει ο λαγός. Κοιτάζει από το παράθυρο και τι βλέπει; Τον λαγό να πετάει τις ζωγραφιές του! Το κοράκι έμεινε έκπληκτο. Μαζεύει μια από αυτές και την κοιτάζει προσεχτικά.

Δεν μπορεί να εξηγήσει την συμπεριφορά του λαγού, αλλά ούτε και τις ζωγραφιές που είχε κάνει! Αυτά που είχε ζωγραφίσει δεν ήταν καθόλου κατάλληλα για την γιορτή. Το κοράκι, δεν ήξερε ότι ο λαγός, που όλο ξεχνούσε και όλο πεινούσε, δεν θυμόταν τι έπρεπε να φτιάξει! Και αφού δεν θυμόταν πετάει τις ζωγραφιές, παίρνει μια σφυρίχτρα και αρχίζει να σφυρίζει και να βηματίζει σαν τροχονόμος μέσα στο δωμάτιο του.

Το κοράκι, έντρομο που ο χρόνος περνούσε χωρίς ο λαγός να έχει φτιάξει τίποτα για την γιορτή, του λέει να σταματήσει τα παιχνίδια με την σφυρίχτρα και να φτιάξει πιο κατάλληλες ζωγραφιές, όπως φτερά, πουλιά, σύννεφα…
Του λέει ακόμα, ότι οι ζωγραφιές του δεν του άρεσαν καθόλου, και αφού αυτός ανέλαβε να του αναθέσει την διακόσμηση για τη γιορτή, άρα αυτός μπορεί και να του πει ότι έφτιαξε σαχλαμάρες που πρέπει να τις αλλάξει.
Ο λαγός, όταν το άκουσε αυτό, θύμωσε και θύμωσε πολύ με τα προσβλητικά αυτά λόγια. Θύμωσε τόσο πολύ όμως, που του πετάει τους υπόλοιπους πίνακες στο κεφάλι.


Γιατί ο λαγός που τον έλεγαν Ηλία, που του άρεσε να κάθεται στον ήλιο και να τρώει ηλιόσπορους, και όλο πεινούσε και όλο ξεχνούσε, θύμωνε και εύκολα! Γιαυτό, τώρα το κοράκι, έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο να καλοπιάσει τον λαγό.
Η ώρα περνούσε και τα πουλιά περίμεναν να δουν ωραίους πίνακες ζωγραφικής από τον καλλιτέχνη λαγό, για να στολίσουν το δωμάτιο χορού. Ο λαγός όμως τώρα, ήταν πολύ στεναχωρημένος που το κοράκι έκρινε τις ζωγραφιές του ακατάλληλες.



Φεύγει λοιπόν στο δάσος για να εμπνευστεί καλύτερο θέμα. Προχωρούσε, προχωρούσε, και προχωρούσε… όμως μετά από λίγο ξέχασε γιατί προχωρούσε και ένοιωσε ότι πεινούσε, πεινούσε, πεινούσε, γιαυτό αποφάσισε να γυρίσει σπίτι του, να βρει κάτι να φάει.


Το κοράκι που κάνει το έξυπνο, όταν κατάλαβε ότι ο λαγός ξεχνάει εύκολα, σκέφτηκε να αλλάξει συμπεριφορά. Άφησε να περάσει λίγη ώρα, και πήγε πάλι στο σπίτι του λαγού.
Πήρε το λυπημένο του ύφος, και λέει με γλυκιά φωνή:
-Καλέ μου λαγέ, μεγάλε καλλιτέχνη, θα βρω τον μπελά μου από τα πουλιά αν δεν ζωγραφίσεις κάτι όμορφο και γρήγορα.
Όπως ξέρεις, δικιά μου ιδέα ήταν να αναλάβεις εσύ την διακόσμηση μα τώρα δεν έχουμε χρόνο για αλλαγές. Να κοίτα αυτό, του λέει, και του δίνει ένα καρότο. Επειδή ξέρω ότι σου αρέσουν πολύ, κάτι θα εμπνευστείς κοιτώντας το.
Αυτά είπε το κοράκι και έφυγε, αφού πρώτα τόνισε ότι θα επιστρέψει σε λίγο.

Ο λαγός, μόλις έφυγε το κοράκι, θεώρησε υποχρέωσή του να αποδείξει πόσο καλός ζωγράφος είναι. Βρήκε λοιπόν ένα καρότο, έκατσε στην πολυθρόνα του και άρχισε να το κοιτάζει με επιμονή, μήπως και του έρθει καμιά καλή ιδέα.
Το κοίταγε, το κοίταγε, το κοίταγε…αλλά μετά από λίγο ένοιωσε ότι πείναγε, πείναγε, πείναγε! Ξέχασε τότε γιατί τo κοίταγε, άνοιξε το στόμα του και άρχισε να το μασουλάει χαρούμενος.
Δεν χόρτασε όμως με αυτό και έτσι πήρε να φάει και άλλο, και μετά άλλο, και πάλι άλλο και ξανά και άλλο, κι άλλο κι άλλο…
Όταν πια δεν θυμόταν πόσα είχε φάει, σταμάτησε χορτάτος και ευχαριστημένος.

Η ώρα είχε περάσει όμως, και το κοράκι ξαναγύρισε. Όταν είδε ότι ο λαγός δεν είχε κάνει τίποτα ακόμα, τρελάθηκε από την απελπισία του.

Έπρεπε να σκεφτεί κάτι γρήγορα, να βρει μια λύση! Και αφού δεν σκέφτηκε τίποτα καλό, έκραξε, πολλές φορές, να έρθουν οι φίλοι του, τα άλλα κοράκια να βοηθήσουν. Έτσι και έγινε.
Μετά από λίγο, εμφανίστηκε η παρέα του. Πολλά μαύρα κοράκια στην σειρά, που κρατούσαν από ένα καρότο.
Χτύπησαν την πόρτα του λαγού, και του είπαν όλα μαζί:
-Σκεφτήκαμε πως αν είσαι χορτάτος, ίσως σου έρθει κάποια καλή ιδέα να ζωγραφίσεις!

Ο λαγός χαρούμενος, δέχτηκε την προσφορά τους και άρχισε αμέσως να τρώει. Έτρωγε, έτρωγε, έτρωγε... μα τίποτα δεν του ερχόταν στο μυαλό για να ζωγραφίσει.
Όταν μάλιστα έφαγε και το τελευταίο καρότο, δεν θυμόταν ούτε γιατί είχαν έρθει τόσα κοράκια σπίτι του.
Αλλά η ώρα είχε περάσει. Ήταν τώρα πια σούρουπο. Σε λίγο θα άρχιζε η γιορτή. Κάποια πουλιά είχαν ήδη συγκεντρωθεί στο χώρο της γιορτής, και κοίταζαν γύρω τους ανήσυχα.
-Ούτε ένας πίνακας, ούτε μια ζωγραφιά, είπαν κάποια θυμωμένα.
-Μας κορόιδεψε το κοράκι, είπαν κάποια δυσαρεστημένα.
Γύρισαν τότε όλα μαζί την πλάτη τους στο κοράκι, χωρίς να ακούσουν καμιά από τις δικαιολογίες του, και φυσικά ούτε κουβέντα για την «υπέροχη» ιδέα του να διακοσμήσει ο λαγός τους τοίχους.
Τα πουλιά είχαν θυμώσει πάρα πολύ, γιατί κατάλαβαν ότι καταστράφηκε η γιορτή τους μετά από αυτό που έγινε.
Είπαν λοιπόν στο κοράκι να φύγει αμέσως από εκεί.
-Αν δεν φέρεις σε μια ώρα μια ωραία ζωγραφιά να στολίσουμε τον χώρο, δεν θα έρθεις στη γιορτή μας ποτέ. Του είπαν όλα μαζί θυμωμένα.


Το κοράκι απελπισμένο έτρεξε στον λαγό κλαίγοντας.
-Λαγέ σώσε με, πρέπει να τους πάω οπωσδήποτε μια ζωγραφιά. Ότι να’ ναι. Και αν δεν έχεις τίποτα να ζωγραφίσεις, ζωγράφισε εμένα! 
Ο λαγός ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Πήρε τα χρώματά του και αφού σκέφτηκε λίγο σαν αληθινός καλλιτέχνης που ήταν, έκανε το κοράκι αγνώριστο.
Ζωγράφισε πάνω στα φτερά του, όλα τα χρώματα της παλέτας που κρατούσε. Όταν τέλειωσε το αριστούργημά του, του έδωσε τον τίτλο, «τα χρώματα του δειλινού».
Ευτυχισμένο το κοράκι τώρα, καμαρώνει που από μαύρο έγινε πολύχρωμο.


Σίγουρο πια, ότι θα εντυπωσιάσει τα υπόλοιπα πουλιά στη γιορτή, πήγε στο δάσος και έφερε δυο καρότα στον λαγό. Ήθελε να τον ευχαριστήσει γιαυτό που έκανε και ήταν βέβαιο ότι και ο λαγός θα δεχόταν αυτό το δώρο.

Ήρθε επιτέλους και η ώρα της γιορτής. Όλα τα πουλιά περίμεναν τους πίνακες του λαγού
με ανυπομονησία. Τα φώτα είχαν ανάψει, η μουσική είχε αρχίσει να παίζει μια μελωδία, όταν ξαφνικά εμφανίζεται το κοράκι.
Καμαρωτό, καμαρωτό, στάθηκε μπροστά σε όλους. Όταν σιγουρεύτηκε δε, ότι όλα τα πουλιά το κοίταγαν με θαυμασμό, τους είπε δυνατά:
-Ο λαγός μου είπε, ότι εγώ είμαι η καλύτερη ζωντανή ζωγραφιά του, και ότι εγώ θα στολίσω την γιορτή!


Τα πουλιά ενθουσιασμένα, χειροκρότησαν όλα μαζί.
Ήταν καταπληκτική ιδέα και μοναδική έμπνευση του καλλιτέχνη λαγού, να προσφέρει μια ζωντανή ζωγραφιά έλεγαν και ξανάλεγαν και η γιορτή συνεχίστηκε με χορούς και τραγούδια. Όλοι ήσαν χαρούμενοι και διασκέδαζαν για πολλές ώρες.


Προς το ξημέρωμα, κουρασμένα πια τα πουλιά, αποφάσισαν να γυρίσουν στις φωλιές τους Λίγο πριν όμως, συμφώνησαν ότι ο λαγός τελικά, είναι ο καλύτερος ζωγράφος του δάσους.
Θα μπορεί να εκθέτει τα έργα του όποτε αυτός θέλει, ώστε και τα ζωάκια να τα βλέπουν. Συμφώνησαν ακόμα, κάθε δεκατέσσερις Μαϊου, στην γιορτή των πουλιών, να ζωγραφίζει και από ένα πουλί, όπως ακριβώς έκανε και με το κοράκι … αν τελικά το θυμηθεί!
[ η εικονογράφηση έχει γίνει με μελάνια σε χοντρό χαρτόνι το 2002,
 οι εικόνες επεξεργάστηκαν ηλεκτρονικά με χρήση photoshop και ολοκληρώθηκαν
τον Απρίλιο του 2012. ]





παραμύθι 03

"Δεν βλέπω, ε και λοιπόν;"



Αυτή η ιστορία, είναι μία ιστορία για τα πράγματα που δεν μπορούμε να δούμε. Μια ιστορία με όλες τις αισθήσεις μας εκτός από μια. Αν κλείσουμε τα μάτια μας, τα πράγματα έχουν μια άλλη αξία, άλλη διάσταση. Πως θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ένα συναίσθημα, ένα χρώμα σε κάποιον που δεν βλέπει; Με την αγάπη μας και όλες τις άλλες αισθήσεις! Έτσι έκανε και η Ευριδίκη με τον μικρό Νικολάκη που δεν έβλεπε. Μήπως είναι καιρός να επικοινωνούμε βάζοντας σε λειτουργία όλες τις  αισθήσεις μας;

Μία φορά και ένα καιρό, ήταν μια γατούλα η Ευριδίκη, που είχε πέντε γατάκια. Όλα όμορφα και παιχνιδιάρικα έμοιαζαν σαν πέντε σταγόνες νερό. Μόνο που ένα από αυτά, είχε μια μικρή διαφορά από τα άλλα: σκόνταφτε συνεχώς και κουτουλούσε πάνω στα πράγματα γύρω του. Λερωνόταν όταν έτρωγε, δυσκολευόταν να βρει τα παιχνίδια του, ή το καλαθάκι του, για να κοιμηθεί. Η μαμά του η Ευριδίκη του είχε δείξει άπειρες φορές, πώς να κινείται και πώς να φέρεται, όμως εκείνο αν και την άκουγε προσεχτικά, δεν άλλαζε τους τρόπους του.


Την Ευριδίκη την προβλημάτιζε πολύ η συμπεριφορά του μικρού Νικολάκη. Άνοιξε λοιπόν και αυτή το βιβλίο της οικογένειας των γάτων μήπως βρει κάτι που μπορεί να την βοηθήσει. Διάβασε ώρες ατέλειωτες. Διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε για τους ποντικούς των αγρών, τους ποντικούς των πόλεων, τους ποντικούς που δεν βλέπουν, τους τυφλοπόντικες! Μετά, το βιβλίο έγραφε για τις γάτες Περσίας, Αγκύρας, τις κακομαθημένες γάτες του Σιάμ…. έγραφε και για τα γατάκια που δεν βλέπουν.
 
Για εκείνα τα γατάκια που όσο είναι μικρά σκοντάφτουν, πέφτουν εύκολα, και κάνουν ζημιές άθελα τους, για τα γατάκια που χρειάζονται την υπομονή, την φροντίδα, το ενδιαφέρον, την αγάπη μας!! Όσο όμως μεγαλώνουν αποκτούν μια ιδιαίτερη ικανότητα. Αντιλαμβάνονται τα πράγματα, τα αισθήματα, τις καταστάσεις, με μια εκπληκτική ακρίβεια. Αναπτύσσουν μια άλλη αίσθηση: την διαίσθηση! Όταν πια είχε κοιτάξει και την τελευταία σελίδα, του βιβλίου των γάτων, δεν είχε καμία αμφιβολία! Ο μικρός Νικολάκης δεν έμοιαζε με τα άλλα γατάκια της. Ήταν μοναδικός.


 Η μαμά γάτα, φύλαξε το βιβλίο της και πήγε να τον βρει. Καθόταν στο καλαθάκι του και έπαιζε με κάτι μπλε βόλους. Η Ευριδίκη τον πήρε στην ζεστή αγκαλιά της και με τρυφερότητα του ψιθύρισε:
«Σήμερα θα σου πω ένα παραμύθι, ένα παραμύθι μόνο για σένα Νικολάκη!...
 Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γατούλα η Ευριδίκη που είχε πέντε γατάκια. Όλα όμορφα και παιχνιδιάρικα έμοιαζαν σαν πέντε σταγόνες νερό, μόνο που ένα είχε μια διαφορά από τα άλλα, το έλεγαν Νικολάκη και δεν έβλεπε! Έτσι η μαμά του η Ευριδίκη, αποφάσισε να του μάθει πως είναι τα πράγματα γύρω του. Όσα δεν μπορεί να δει με τα ματάκια του, αλλά μπορεί να καταλάβει με τις περιγραφές και την αγάπη της μητέρας του.
Σκέφτηκε λοιπόν να του μάθει για τα χρώματα, τα συναισθήματα, τις μυρωδιές, τους ήχους, την μουσική. Εκεί που καθόταν λοιπόν και κρατούσε τους μπλε βόλους του ο Νικολάκης, τον άκουσε να της φωνάζει:
«Μαμά που είσαι;»
«Εδώ, στο φως μικρό μου» του απάντησε εκείνη.
«Μίλα μου μαμά, μίλα μου για να σε βρω». «Κάθομαι κοντά στο καλαθάκι σου και κρατώ τους μπλε βόλους σου».

 «Μαμά, πως είναι το μπλε;»
«Έλα στην αγκαλιά μου να σου πω: Μπλε είναι η ατάραχη θάλασσα, μπλε είναι η σοβαρότητα, η ειλικρίνεια και η ανάπαυση, μπλε είναι η θηλυκότητα, η ευαισθησία. Μπλε είναι η αφοσίωση, η τρυφερότητα, αυτό που αισθάνομαι εγώ για σένα, Μπλε είναι και όταν αισθάνεσαι ευφορία, μπλε είναι η εκπλήρωση ιδανικών, μπλε και για την οικογένεια. Μπλε για την ησυχία, το νανούρισμα, την παράδοση. Μπλε για την παραχώρηση και τη συμπάθεια. Μπλε είναι η χαρά σου όταν παίζεις με τους βόλους. Μπλε είναι η ευχαρίστηση. Μπλε και για το βελούδο. Μπλε έχει και το ουράνιο τόξο, τα βαμβακερά ριγέ μπιζαμάκια σου. Μπλε ο υάκινθος και η μπλε τουλίπα, μπλε για την ορτανσία.
Μπλε και για τις ανεμώνες, τις καμπανούλες και τα γλυκά μυρτίλλια.

 Όταν το μπλε είναι φωτεινό το λέμε γαλάζιο. Γαλάζιο όπως ο καθαρός ουρανός. Γαλάζιο όπως το νερό στα ρυάκια. Γαλάζιο όπως το δροσερό αεράκι που σε ακουμπά στο πρόσωπο όταν βγαίνεις στο πάρκο να παίξεις. Γαλάζιο όπως η ηρεμία. Γαλάζιο όπως το χαρούμενο γέλιο των παιδιών.
Το γέλιο σου!



«Και το κόκκινο μαμά, με τι μοιάζει το κόκκινο;»
«Κόκκινο. Το κόκκινο είναι φωτιά. Δεν πας κοντά, θυμάσαι; Καίει. Κόκκινο είναι η ζέστη στις κουζίνες που μαγειρεύουν ωραία φαγητά και γλυκά. Κόκκινο είναι ο πυρετός στο κεφαλάκι σου. Κόκκινο είναι η ντροπή στα μαγουλάκια σου, όταν σου λένε πόσο χαριτωμένο είσαι. Κόκκινο είναι τα ρόδια, τα κεράσια και οι φράουλες. Κόκκινο είναι και το Πάσχα, ο Επιτάφιος, η Ανάσταση.
Κόκκινο είναι η δύναμη, η επιθυμία. Κόκκινο είναι η ένταση, η επανάσταση, η δράση. Κόκκινο είναι ο πόλεμος. Κόκκινο για τον αγώνα και τον συναγωνισμό. Κόκκινο και για την Ανατολή, κόκκινο το τώρα και το αμέσως. Κόκκινο είναι ο πόθος, ο έρωτας, κόκκινα και τα γεράνια, οι παπαρούνες και τα τριαντάφυλλα στο μαγιάτικο στεφάνι μας. Κόκκινο είναι και η αγκαλιά, το φιλί!

 Με το κόκκινο μοιάζει το πορτοκαλί που είναι κόκκινο με κίτρινο μαζί. Πορτοκαλί, όπως το πορτοκάλι. Πορτοκαλί όπως το ηλιοβασίλεμα. Πορτοκαλί στις τουλίπες, στους κατιφέδες, πορτοκαλί στο Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Πορτοκαλί και στα βερίκοκα που τόσο σου αρέσουν!»


«Και το κίτρινο; Μίλησε μου για το κίτρινο μαμά»
«Κίτρινο είναι η προσδοκία για μεγαλύτερη επιτυχία, κίτρινο είναι το μέλλον. Η ώθηση στο σύγχρονο. Κίτρινο είναι το καινούργιο, η διέξοδος. Κίτρινο είναι και η επιπολαιότητα, η ζήλια. Όταν θα πας σχολείο θα μάθεις ότι το χρυσό μήλο για τους Έλληνες ήταν το σύμβολο της αγάπης και της αρμονίας, και κατά αντίθεση αντιπροσωπεύει την ασυμφωνία και όλα τα κακά. Κίτρινο και για την προδοσία. Τον Ιούδα θα μάθεις ότι τον ζωγράφιζαν με κίτρινο φόρεμα. Στην Γαλλία το 16ο αιώνα τις πόρτες των προδοτών και των κακούργων τις έβαφαν κίτρινες. Ένας διάσημος ζωγράφος ο PICASSO είχε πει: Υπάρχουν ζωγράφοι που μετατρέπουν τον ήλιο σε ένα κίτρινο σημάδι, αλλά υπάρχουν και άλλοι που με την βοήθεια της τέχνης και της εξυπνάδας τους, μετατρέπουν ένα κίτρινο σημάδι σε ήλιο. Κίτρινο λοιπόν και για τον ήλιο, κίτρινα και τα χρυσάνθεμα στο βάζο μας, κίτρινο και το μικρό καναρινάκι, κίτρινο και το χρυσάφι.


Κίτρινο είναι το ξινό λεμόνι. Κίτρινη είναι η άνοιξη, οι μαργαρίτες, οι τουλίπες, τα πεπόνια και τα σταφύλια. Κίτρινο είναι το φως. Κίτρινο είναι το ξύπνημα, κίτρινο και το κέφι. Τα στάχυα. Η άμμος. Η έρημος. Κίτρινο όπως το ηλιοτρόπιο. Κίτρινο το Λούνα Παρκ με τα αλογάκια.
Το μεσημέρι των καλοκαιριών.»

«Και το Μοβ; Τι χρώμα είναι το μοβ;»
«Μοβ είναι η ταύτιση. Η διάθεση να γοητέψεις και να γοητευτείς. Μοβ είναι η κατανόηση, η παιδικότητα. Μοβ είναι τα μούρα και τα δαμάσκηνα. Μοβ και μενεξεδί όπως το σούρουπο, η αγαπημένη μου ώρα. Μοβ για την μαγεία. Μοβ για το άγνωστο δωμάτιο, με τα γεμάτα συρτάρια από μικροπράγματα. Μοβ όπως το μυστικό!Μοβ. Τα πολύχρωμα κουτιά με κάρτες και πολλά γράμματα. Τα άλμπουμ με ποιήματα και αποξηραμένα λουλούδια. Τα παλιά παιχνίδια.
Μοβ, όπως οι αναμνήσεις μου».

«Πες μου και για το πράσινο τώρα, με τι μοιάζει;»
«Πράσινο είναι η καρτερικότητα, η επιμονή και το κατεστημένο. Πράσινο για την περηφάνια, την κριτική ανάλυση. Πράσινο και για την ελπίδα. Πράσινο στην επιθυμία για εντύπωση. Πράσινο όπως το πείσμα σου μικρό μου! Πράσινο είναι το τζιτζίκι, η σαύρα, η χρυσόμυγα. Πράσινο και η καραμέλα μέντα που τόσο του αρέσει. Πράσινο είναι το χόρτο, οι αγροί, οι γλάστρες στα μπαλκόνια μας. Πράσινο τα φύλλα στα δέντρα, το άρωμα στο ντουλαπάκι με τα σαπούνια. Πράσινο και στο βυθό της λίμνης. Πράσινο στη θάλασσα με τα κοραλονήσια. Πράσινο όπως το πολύτιμο σμαράγδι.
Πράσινο όπως τα μάτια σου».
«Μαμά πες μου τώρα και για το καφέ ή το καστανό».
«Καφέ και Καστανό. Όπως το χώμα, η Γη. Καφέ και καστανό, όπως το ξύλο, οι κουκουνάρες, τα κάστανα και η σοκολάτα. Καφέ όπως οι κόκκοι του καφέ. Όταν το καφέ είναι φωτεινό το λέμε μελί, όπως το μέλι και τα κεριά στον επιτάφιο. Καφέ όπως το σπίτι, τα κεραμίδια, η θαλπωρή, τα μπαούλα στις σοφίτες. Το πάτωμα που τρίζει, οι κορνίζες στους τοίχους. Το ξύλινο κλουβάκι πάνω στο ράφι. Καφέ όπως οι βάρκες στα καρνάγια.


Καφέ όπως η συντροφιά, η οικογενειακή ασφάλεια, η απαλλαγή από δυσαρέσκεια. Καφέ όπως η μυρωδιά από αναμμένο ξύλα στο τζάκι. Καφέ στα φουντούκια και τα καρύδια». Καφέ στο πήλινο κανάτι μας και στα φθινοπωριάτικα φύλλα. Καφέ στην κουνιστή καρέκλα που τόσο πολύ σου αρέσει να κάθεσαι.


«Θα σου πω και για το γκρι».
«Τι είναι το γκρι μαμά;»
«Γκρι. Όπως η στάχτη, γκρι όπως η απόσταση, η άρνηση. Γκρι για την αδράνεια. Γκρι για
το αδέσμευτο. Γκρι για την τεμπελιά σου. Γκρι για την βροχή, την θλίψη, την ομίχλη. Γκρι είναι και
ο ποντικός, ο γάιδαρος. Γκρι για το οπάλιο. Γκρι ο γρανίτης και τα βράχια.
Γκρι για τα αγέλαστα πρόσωπα...»


«Θες να μάθεις και για το μαύρο;»
«Το σκοτάδι μαμά;»
«Ναι μικρό μου, το σκοτάδι. Μαύρο. Όπως είναι η νύχτα.Μαύρο όπως η μοναξιά και ο θάνατος. Μαύρο στην εγκατάλειψη. Μαύρο στο πένθος. Μαύρο όπως οι φόβοι μου. Όπως η άρνηση, το τέλος, η παραίτηση. Μαύρο για τις μουτζούρες, τα λάθη, τις σκιές. Μαύρο σαν το καμένο δάσος, σαν το λεπτό ιστό της αράχνης... Μαύρο σαν την διαμαρτυρία. Μαύρο όπως το χάος, το αδιέξοδο. Μαύρο όπως τα ακομπανιαμέντα στο πιάνο, όπως ο έβενος. Μαύρο και για τα εμβατήρια. Μαύρο όπως το Adagio του Albinoni. Μαύρο το μοιρολόγι, μαύρο για το αντίο»...
«Τελευταίο αφήνω το άσπρο, το αγαπημένο μου χρώμα! Άκου για το άσπρο λοιπόν.
Άσπρο είναι το χιόνι, ο πάγος. Άσπρα και τα χαρτιά για να ζωγραφίζεις. Άσπρο όπως η λαμπάδα σου. Άσπρο όπως η αλήθεια, η καθαριότητα και η αρχή. Άσπρο για τις γαρδένιες, τα γιασεμιά και τους νάρκισσους, που ξέρεις πόσο πολύ μου αρέσουν. Άσπρο όπως τα καθαρά σύννεφα και η γραμμή του ορίζοντα. Άσπρο για το δροσερό πρωινό. Άσπρο σαν το βαμβάκι. Άσπρο όπως το ναι!Άσπρο για τα φτερά του κύκνου. Άσπρο σαν το περιστέρι. Άσπρο για τα μυρωδάτα σαπούνια, την αγαπημένη μου κολόνια. Άσπρο για το νυχτικό, το μπουρνούζι. Άσπρο για το απαλό λινό. Άσπρο όπως τα σεντόνια σου, το τούλι στην κούνια σου. Άσπρο για την εύθραυστη πορσελάνη. Άσπρο όπως το γάλα. Άσπρο για την αγνή ψυχούλα σου μικρό μου. Άσπρο για τις ευχές, άσπρο στο τραγούδι των γενεθλίων».


Την αφήγηση όμως της Ευριδίκης την διέκοψαν οι φωνούλες των άλλων παιδιών της. «Νικολάκη, Νικολάκη έλα να παίξουμε». Φώναξαν τα αδελφάκια του, που ήρθαν στο δωμάτιο τρέχοντας. Πήραν από τα χεράκια τον μικρό Νικολάκη και έφυγαν προς τον κήπο με γέλια και φωνές.  Η Ευριδίκη τα κοιτούσε από μακριά και δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει, ποιο ήταν ποιο. Ποιός είναι ο Νικολάκης,
ο Αλέξης, ο Φοίβος, ποια είναι η Μυρτώ και ποια η Κατερίνα. «Όμορφα που είναι τα μικρά μου» σκέφτηκε χαμογελαστή, «και όλα τόσο όμοια, σαν πέντε σταγόνες νερό!»...


Αφιερωμένο εξαιρετικά στον Νίκο, τον Νικόλα, το Νικάκι, που τους αγαπώ πολύ,
και σε όλα τα παιδάκια που βλέπουν τη ζωή με τα μάτια της ψυχούλας τους.
Για σένα γλυκειά μου Ροδάνθη!


[ Η εικονογράφηση και το κείμενο, έγιναν το Νοέμβριο 1991. Χρησιμοποιήθηκαν μολύβια και νεροχρώματα σε χαρτόνι. Ηλεκτονική επεξεργασία, Ιούνιος 2012.]



παραμύθι 04
"τα κίτρινα βατραχοπέδιλα"

Τα βατραχάκια αρέσουν πολύ στην Έλλη. Σκέφτηκε λοιπόν μια ιστοριούλα για να την πει στις φίλες της με ένα όμορφο βατραχάκι τον Λάκη Βατραχάκη, που φοβόταν να κολυμπήσει.
Μια φορά και έναν καιρό - αλήθεια ή ψέματα, δεν ξέρω- ζούσε ένα διαφορετικό, αλλιώτικο βατραχάκι. Είχε ένα μυστικό φοβερό και το κρατούσε φυλαγμένο για να μη το μάθει κανένας βάτραχος στη λίμνη. Αυτό το βατραχάκι λοιπόν – το πιστεύετε;- φοβόταν να μπει στο νερό!!!
Τώρα, ήταν που φοβόταν, ή που τα πόδια του ήταν κοντά… και αυτό δεν ήξερε τι έφταιγε.
«Αν κρυφτώ πίσω από τις φυλλωσιές και παρακολουθήσω τα άλλα βατραχάκια, ίσως μάθω να βουτάω όπως και αυτά», σκέφτηκε ο Λάκης Βατραχάκης. Παρακολούθησε λοιπόν με προσοχή τα τολμηρά βατραχάκια, μέτρησε τα βήματα που έκαναν, αλλά ο φόβος δεν του πέρασε.
«Ίσως να μη μάθω ποτέ να βουτάω» είπε ψιθυριστά να μη τον ακούσει κανείς, πίσω από τις φυλλωσιές που κρυβόταν.
Όμως εκείνη τη στιγμή, είδε κάτι που τον φόβισε ακόμα περισσότερο. Μια πρόσκληση για τον διαγωνισμό βουτιάς, ήταν πάνω στο νούφαρο του! Πάνω στην πρόσκληση ήταν γραμμένο το όνομά του. Το έλεγε καθαρά: “Ο κύριος Λάκης Βατραχάκης, προσκαλείται στον ετήσιο διαγωνισμό βουτιάς, που θα γίνει στην πράσινη λιμνούλα”.
Από την επόμενη κιόλας μέρα, ο Λάκης Βατραχάκης, άρχισε τις δοκιμές και την προπόνηση.
Με τις πρώτες όμως δοκιμές ήπιε αρκετό νερό, και λίγο έλειψε να πνιγεί.
Πανικόβλητος, έκατσε σένα βραχάκι να συνέλθει.
Ο φόβος του μεγάλωνε, κι η ημέρα του διαγωνισμού πλησίαζε.
Δεν ήξερε τι να κάνει. Λυπημένο γύρισε στο νούφαρο του και ετοιμάστηκε να αποκοιμηθεί.
Όμως εκεί, δίπλα στο νούφαρο, βρήκε ένα ζευγάρι κίτρινα βατραχοπέδιλα!
Δειλά-δειλά τα φόρεσε. Ήταν στο νούμερο του ακριβώς. Ενθουσιάστηκε! Δεν ήταν όνειρο, ήταν αλήθεια. Δυο κίτρινα βατραχοπέδιλα δικά του! Τώρα έπρεπε να τα καταφέρει!
Πήρε φόρα, και άρχισε... Μια, δυο, τρεις δοκιμές και το κολύμπι ήταν εύκολο πια...
Από τη χαρά του δεν κρατιόταν. Μέχρι και ο φόβος πέρασε για λίγο…
Πάνω στη χαρά και στη βιασύνη, έβγαλε τα βατραχοπέδιλα κι έκανε μια βουτιά. Ναι, μια σωστή βουτιά! Και ο φόβος πέρασε για πάντα!!! Από τότε, ο Λάκης Βατραχάκης χαιρόταν τις βουτιές στη λίμνη όπως όλα τα άλλα βατραχάκια. Δεν τον ένοιαζε που είχε κοντά ποδαράκια, αρκεί που έκανε μεγάλες βουτιές, και όλοι τον θαύμαζαν γι’ αυτό!
Ιούλιος 2012

[“ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΒΑΤΡΑΧΟΠΕΔΙΛΑ” γράφτηκαν και εικονογραφήθηκαν το 1987, για να φιλοξενηθούν
στο παιδικό περιοδικό Αερόστατο” . Χρησιμοποίησα νεροχρώματα, μελάνια και ξύλινες μπογιές.
Τον Ιούλιο του 2012, επεξεργάστηκα ηλεκτρονικά τις εικόνες με χρήση photoshop.]

ellis stories






παραμύθι 05

" Aπό το χωριό Περιστέρα, χάθηκαν τα περιστέρια "


Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα χωριό που ζούσαν πολλά περιστέρια. Οι κάτοικοι τα αγαπούσαν πολύ και τους έφτιαχναν όμορφα σπιτάκια για να μένουν. Αυτά τα σπιτάκια τα ονόμασαν περιστεριώνες. Κάποιοι άλλοι περιστερώνες και κάποιοι άλλοι τα είπαν περιστερόσπιτα και
περιστεροφωλιές.
Πολλές φορές δε, αυτά τα μικρά σπιτάκια ήταν πιο όμορφα και από τα δικά τους σπίτια! Τα έφτιαχναν με όμορφα μικρά ξυλάκια που τα ζωγράφιζαν πολύχρωμα, κάρφωναν επάνω τους στολίδια ή έγραφαν το όνομά τους. ‘Άλλοι πάλι, έφτιαχναν αυτά τα σπιτάκια χτιστά, με πολλά παράθυρα και όμορφα διακοσμητικά.
Τα έβλεπες παντού, στα χωράφια, στις αυλές, στους κήπους, στα μπαλκόνια, σε όλο το χωριό!
Τα περιστέρια λοιπόν, όπως βλέπετε, τα αγαπούσαν πολύ. Τα τάιζαν ψίχουλα από το ψωμί τους. Καθάριζαν τις φωλιές τους με τις σκούπες τους. Απίστευτο αλλά έκαναν ακόμα και αυτό: Τα έντυναν με ρουχαλάκια που έφτιαχναν ειδικά για αυτά! Κάποιοι έφτιαχναν πλεκτά ζακετάκια, άλλοι κεντητά, άλλοι υφασμάτινα φορεματάκια... Έκαναν ένα σωρό πράγματα ακόμη για τα περιστέρια τους, πως να τα θυμηθώ όλα αυτά τώρα... να πω απλά, πως τα είχαν σχεδόν σαν παιδιά τους!
Όσο δε περνούσαν τα χρόνια, οι κάτοικοι τα αγαπούσαν όλο και περισσότερο. Είχαν πάθει μανία μαζί τους. Κάποιοι δε, τα θαύμαζαν τόσο πολύ, που έφτασαν στο σημείο να θέλουν να τους μοιάσουν κιόλας. Έτσι όπως σας τα λέω ήταν τα πράγματα σε αυτό το χωριό. 
Αποφάσισαν λοιπόν κάποια στιγμή να μαζεύουν και τα φτερά τους, «για να μην πάνε χαμένα» έλεγαν. Ήθελαν λέει, να τα αξιοποιήσουν, όσο καλλίτερα μπορούσαν. 
Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν, σκέφτηκαν και μετά από λίγο καιρό άρχισαν να φτιάχνουν ρούχα από φτερά. Πολλά ρούχα, πολλά φτερά. Όχι μόνο ρούχα όμως, αλλά και παπλώματα, καπέλα, έπιπλα! Πολλά έπιπλα, πάρα πολλά έπιπλα. Όχι μόνο έπιπλα όμως, αλλά και ένα σωρό διακοσμητικά, όλα μα όλα από φτερά! 
Κάποιοι άλλοι, σαν να τρελάθηκαν λέω εγώ, άρχισαν να τα φυτεύουν μήπως φυτρώσουν φτερολούλουδα, ή κάποιο φτερόδεντρο, έλεγαν! Και φύτευαν, φύτευαν, φύτευαν, στα χωράφια, στους κήπους, στις αυλές τους.
Και δεν τους έφταναν αυτά, αλλά πολλοί μάλιστα, άρχισαν να φτιάχνουν φτερά στο μέγεθός τους, για να μάθουν να πετούν όπως τα περιστέρια! Μάλιστα, έτσι ακριβώς όπως τα λέω! Όμως κάποιοι άλλοι, ακόμα πιο τρελοί, λέω εγώ, σκέφτηκαν να επικοινωνούν μαζί τους, και άρχισαν να μιμούνται τον τρόπο που μιλούν μεταξύ τους τα περιστέρια. Τιτίβιζαν λοιπόν! Τιτίβιζαν στα περιστέρια, αλλά τιτίβιζαν και μεταξύ τους! Φορούσαν στα χέρια τους τα φτερά που είχαν φτιάξει και έκαναν μεγάλα άλματα περπατώντας και τιτιβίζοντας, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα αρχίσουν να πετάνε και να μοιάζουν περισσότερο στα περιστέρια! 
Ο καιρός περνούσε, έτσι ακριβώς όπως σας το λέω σε αυτό το χωριό που το έλεγαν “Περιστέρα”. Αυτό το χωριό λοιπόν τώρα, έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο για τους περιστεριώνες και τους κατοίκους του, που άρχισαν να μιλάνε και να φέρονται σαν περιστέρια!
Έδιναν συνεντεύξεις σε τηλεοπτικά κανάλια, γράφτηκαν βιβλία γι’ αυτούς, ιδρύθηκαν σχολές που δίδασκαν την περιστερική γλώσσα, άνοιξαν μαγαζιά με τα ρούχα από φτερά που έφτιαχναν. Πολλά ρούχα, πολλά φτερά. Άνοιξαν μαγαζιά με σουβενίρ, μαγαζιά με παπλώματα, καπέλα. Άνοιξαν μαγαζιά με έπιπλα, και ένα σωρό διακοσμητικά, όλα μα όλα από φτερά!
Σε όποιο σπίτι και αν έμπαινες ήταν γεμάτο με αντικείμενα από φτερά.
Τα έπιπλα, τα φωτιστικά οι ταπετσαρίες, όλα με θέμα τα περιστέρια.
Τα μικρά παιδιά πρώτα μάθαιναν να λένε “περιστέρι” και μετά “μαμά” ή “μπαμπά”.
Μέχρι και αντιδήμαρχος έγινε κάποιο περιστέρι, που θεωρήθηκε ιδιαίτερα έξυπνο, γιατί είχε την ιδέα να φτιαχτεί παιδικός σταθμός για τα μικρά παιδιά του χωριού, αλλά και για τα μικρά περιστεράκια. Θα διδάσκονται συγχρόνως την ανθρώπινη με την περιστερική γλώσσα, θα μαθαίνουν τα ίδια τραγούδια, τους ίδιους χορούς, θα φοράνε τα ίδια ρουχαλάκια, ώστε μετά από λίγο καιρό, δεν θα μπορείς να τα ξεχωρίσεις!
Τόση ήταν η αγάπη τους σου λέω, για αυτά τα πουλάκια!
Αυτά ξέρω για το διάσημο χωριό Περιστέρα, με τους διάσημους περιστεριώνες, και τους έξυπνους κατοίκους του, που κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια, να κάνουν το χωριό τους γνωστό σε όλο τον κόσμο, και οι ίδιοι να γίνουν πλούσιοι και διάσημοι!
Έτσι λοιπόν περνούσαν οι μέρες στο χωριό, μέχρι που μια μέρα του Ιούλη, θα ήταν Δευτέρα μάλλον, ήρθε στο χωριό κάποιος που πουλούσε κλουβιά. Όμορφα, χρωματιστά κλουβιά, άλλα μεγάλα, άλλα μικρά. Οι κάτοικοι στην αρχή ξαφνιάστηκαν. Ποιος θα αγόραζε κλουβί σε αυτό το χωριό! Όμως έτσι περίεργοι που ήσαν, άρχισαν να πλησιάζουν σιγά-σιγά, να τα κοιτάζουν, και να συζητούν μεταξύ τους. Άρχισαν δειλά-δειλά να κάνουν και ερωτήσεις στον έμπορο κλουβιών, που τον έλεγαν Κλεάνθη Κλουβόπουλο. Τον ρωτούσαν, από τι είναι φτιαγμένα τα κλουβιά αυτά, ποιος τα κατασκευάζει, αν υπάρχουν ποτίστρες σε όλα τα χρώματα, και άλλες ερωτήσεις απανωτές η μία πάνω στην άλλη. 
Ο κύριος Κλεάνθης, εξαίρετος έμπορος, τους έπεισε, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως θα έπρεπε ο καθένας τους να υιοθετήσει από ένα περιστέρι. Να πάρει από ένα ωραίο κλουβί που να ταιριάζει φυσικά μα την επίπλωση του σπιτιού του, και να το κρατήσει κοντά του. “Ωραίοι”, τους είπε, “οι περιστεριώνες, αλλά είναι έξω στην ύπαιθρο. Τα περιστέρια αυτά ζουν μόνα τους, χωρίς την παρουσία των ανθρώπων, που τόσο πολύ αγαπούν! Θα αρρωστήσουν, θα μελαγχολήσουν, κάτι θα πάθουν. Αν όμως τα έχετε κοντά σας, θα τα φροντίζετε καλλίτερα”! 
Αυτά τους είπε και τους άφησε να τον κοιτάζουν προβληματισμένοι! Οι κάτοικοι, τα σκέφτηκαν όλα αυτά, τα ξανασκέφτηκαν και αποφάσισαν όλοι να αγοράσουν από ένα κλουβί. Έτσι ο κύριος Κλεάνθης Κλουβόπουλος, μετά από δυο-τρεις ώρες, που είχε ξεπουλήσει όλο το εμπόρευμά του, ανέβηκε στο φορτηγάκι του και έφυγε.
Οι κάτοικοι άρχισαν αμέσως τις ετοιμασίες. Μάζεψαν όλα τα περιστέρια και τα πήραν σπίτια τους. Άλλοι τα έβαλαν στο κήπο, άλλοι στο σαλόνι άλλοι στα τραπέζια, άλλοι τα κρέμασαν και από τα ταβάνια τους ακόμα! Μέχρι και ο αντιδήμαρχος, Τέρης Περιστέρης, το έξυπνο περιστέρι, δεν γλύτωσε. Ο Δήμαρχος αγόρασε ένα ωραίο μεγάλο κλουβί και τον έβαλε επάνω σένα γραφείο δίπλα στο παράθυρο. Έφτιαξε ένα μικρό ταμπελάκι με το όνομά του, «Τέρης Περιστέρης-Αντιδήμαρχος», και το ακούμπησε και αυτό μπροστά στο κλουβί.
Τι και αν φώναζαν όλα μαζί τα περιστέρια τιτιβίζοντας, τι και αν χτυπούσαν τα φτερά τους θυμωμένα που έχασαν την ελευθερία τους, οι κάτοικοι ήσαν ανένδοτοι. Δεν έδιναν καμιά σημασία στις διαμαρτυρίες τους. Είχαν πειστεί πως όλα αυτά ήσαν για το καλό τους. Άλλωστε, τα κλουβιά ήσαν πράγματι πολύ όμορφα και μετά από λίγες μέρες σίγουρα θα συνήθιζαν να μένουν εκεί. 
 Όσο περνούσαν λοιπόν οι μέρες στο χωριό Περιστέρα, τα περιστέρια, πράγματι, συνήθισαν σε αυτή τη νέα ζωή. Συμβίωναν αρμονικά θα λέγαμε!
Έτρωγαν την ίδια ώρα με τους ανθρώπους του χωριού. Κοιμόντουσαν την ίδια ώρα, έβλεπαν τηλεόραση μαζί, έπαιζαν τάβλι, και έκαναν ένα σωρό άλλα πράγματα! Όσο όμως πέρναγε ο καιρός, τα περιστέρια που δεν πετούσαν πια, άρχισαν να χοντραίνουν. Χόντραιναν λοιπόν κάθε μέρα και πιο πολύ, ώσπου δεν χωράγανε πια στα κλουβιά τους. Οι κάτοικοι είχαν απελπιστεί. Δεν ήξεραν τι να κάνουν, πώς να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Συζητούσαν, συζητούσαν, και ξανασυζητούσαν, μέχρι να βρουν μια λύση. Κάποιοι, δειλά – δειλά, άρχισαν να λένε, ότι μετάνιωσαν που πήραν τα περιστέρια από τους περιστεριώνες.
Κάποιοι άλλοι πάλι, δειλά – δειλά, άρχισαν να λένε, ότι τελικά τα «φυλάκισαν» στα κλουβιά. 

Δεν ξαναπέταξαν από τότε που ήρθε στο χωριό τους, αυτός ο Κλεάνθης Κλουβόπουλος, μόνο έτρωγαν και μίλαγαν. Και κάποιοι, άλλοι, δειλά – δειλά, άρχισαν να λένε, ότι τα πουλιά έχασαν την ελευθερία τους. Αντί για καλό, τους έκαναν κακό με τις ιδέες του Κλεάνθη!
 Αυτά σκεφτόντουσαν, ώσπου μια μέρα, Τρίτη θα ήταν, ήρθε στο χωριό ένας ποιητής. Έκατσε σε κάποια σκαλιά στην πλατεία, και άρχισε να απαγγέλλει ποιήματα από το βιβλίο του. Είχε και πανηγύρι τότε στο χωριό και έκαναν πολλές προετοιμασίες. Με το πρώτο ποίημα καθηλώθηκαν όλοι στις θέσεις τους. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν σαν να είχε γραφτεί γι’ αυτούς. Το θυμάμαι πολύ καλά και θα σας το πω:
«Πόσο αγαπώ το περιστέρι, 
που ζει μονάχα με ένα ταίρι.
Ελεύθερο πετάει ψηλά, 
Στους ουρανούς και στα βουνά»
Σε αυτό το σημείο ακριβώς, σηκώθηκαν όλοι και χειροκρότησαν. 
Μπράβο, μπράβο, φώναξαν κάποιοι. Ο ποιητής, αγέρωχος, συνέχισε το ποίημα του, σοβαρός-σοβαρός όπως άρχισε.
«Δεν θέλει μέλι ή μαρμελάδα.
Θέλει να έχει, λίγο απλάδα.
Δεν θέλει ζάχαρη ή φασαρία,
θέλει να νοιώσει ελευθερία.»
Σε αυτό το σημείο ακριβώς, οι παραβρισκόμενοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία. 
Τι θέλει να πει ο ποιητής;… μήπως αναφερόταν σε αυτούς;… μήπως εννοούσε, ότι αυτοί οι ίδιοι στέρησαν την ελευθερία των πουλιών με αντάλλαγμα ένα σωρό άλλες αηδίες που τελικά δεν τις είχαν ούτε καν ανάγκη;
Μέχρι να καταλάβουν την ερμηνεία του πρώτου ποιήματος, ο ποιητής μας, άρχισε το δεύτερο, αφού ξερόβηξε πρώτα, να καθαρίσει την φωνή του.
«Και αν με φυλάκισες χωρίς να θέλω, 
στο όμορφο χρυσό κλουβί,
εγώ θα φύγω, θα πετάξω,
θα φτάσω την ανατολή.
Δεν θέλω λούσα και στολίδια, 
Ούτε την πλούσια ζωή.
Θέλω να νοιώσω ελευθερία
Γιατί είμαι απλώς ένα πουλί!»
Σε αυτό το σημείο ακριβώς, οι κάτοικοι, μη ξέροντας τι άλλο να κάνουν, ένοιωσαν την υποχρέωση να χειροκροτήσουν, γιατί όπως είπε και ο δήμαρχος, «ο ποιητής, είναι ποιητής, και κάθε ποιητής γράφει σκεπτόμενος ότι τον εμπνέει. Και εμείς οι υπόλοιποι, ακόμα και αν δεν καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει ο ποιητής, πρέπει να τον σεβόμαστε που είναι ποιητής…» και σε αυτό εδώ το σημείο τον διέκοψαν όλοι- γιατί ο Δήμαρχος όταν αρχίσει να μιλάει, δεν σταματάει με τίποτα- και χειροκρότησαν για άλλη μια φορά.
 Ο ποιητής μας λοιπόν, είπε δυο- τρία ποιήματα ακόμα, ένα για τις «αγριόπαπιες», ένα για «τον σκύλο τον μαυρούλη», και ένα για «δυο ποντικάκια, άτακτα σαν αδελφάκια».
Όταν άρχισε να μεσημεριάζει, έκατσε στην πλατεία, που όπως είπαμε πριν, την ετοίμαζαν για το πανηγύρι, ήπιε λίγο ούζο, έφαγε λίγους μεζέδες με χωριάτικη σαλάτα, ξάπλωσε σ’ ένα δέντρο και αργά το απόγευμα τον είδαν που έφευγε, άλλοι είπαν πάνω στο ποδήλατό του, άλλοι είπαν πάνω σε ένα καροτσάκι του σούπερ μάρκετ.
Ούτε πως τον έλεγαν δεν θυμόντουσαν. Άλλοι είπαν πως τον έλεγαν Σπύρο. Άλλοι είπαν πως τον έλεγαν Μίτσο. Άλλοι είπαν πως τον έλεγαν Ανέστη… και τελικά, επειδή κανείς δεν ήταν σίγουρος, κατέληξαν να τον φωνάζουν απλώς «ο ποιητής».
Πέρασε μια μέρα από τότε που τον είδαν για τελευταία φορά, και άλλη μια μετά. Την επόμενη όμως, Παρασκευή θα ήταν, συνέβηκε κάτι τρομερό. 
Το πρωί, καθώς ξυπνούσαν ένας-ένας, άρχισαν να ουρλιάζουν. Όποιος ξυπνούσε εκείνη την μέρα μετά από λίγο ούρλιαζε. Και με το δίκιο τους βέβαια, αφού ο καθένας έβλεπε το κλουβί του άδειο! Όλα τα κλουβιά άδεια, όλες οι πόρτες ανοιχτές, όλα τα περιστέρι είχαν φύγει.
Ούτε πούπουλο δεν είχε μείνει. Μέχρι και ο αντιδήμαρχος κύριος Τέρης Περιστέρης έλειπε.
Στενοχωρημένοι όλοι οι κάτοικοι, άρχισαν να καταλαβαίνουν το λάθος τους. Τα πουλιά τελικά δεν θα περνούσαν καλά στα κλουβιά τους. Ότι και αν τους προσέφεραν, όσο ακριβό και αν ήταν, όσο όμορφο και αν ήταν, αυτά ήθελαν μόνο να πετάνε ελεύθερα!
Είχαν δίκιο… όμως, πώς έφυγαν όλα μαζί; Πώς άνοιξαν τα κλουβιά τους; Μετά από ολιγόωρη σκέψη, όλοι κατέληξαν πως μόνο ένας θα ήθελε να το κάνει αυτό. Ο ποιητής! Αυτός. Σίγουρα αυτός είναι ο φταίχτης. Την νύχτα στο πανηγύρι, που όλοι έπιναν, διασκέδαζαν και γλένταγαν, αυτός, σίγουρα αυτός θα’ ήταν, μπήκε μέσα στα σπίτια. Αργά την νύχτα, που όλοι θα ήσαν ζαλισμένοι πια από το κρασί, αυτός μπήκε, λάσκαρε τα μάνταλα από τις πορτίτσες των κλουβιών, ίσως και να τις μισάνοιξε κιόλας και μετά έφυγε. Έτσι αυτά, αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, οργανώθηκαν, περίμεναν μια μέρα, και την επόμενη, όλα μαζί έφυγαν.
Πού πήγαν; Κανείς δεν έμαθε ποτέ.
Το χωριό όμως τώρα έμεινε χωρίς περιστέρια, με άδεια κλουβιά, άδειους περιστεριώνες και χωρίς αντιδήμαρχο. Μέσα σε λίγες μέρες τέλειωσαν και τα φτερά. Τα μαγαζιά άδειασαν και αυτά. Οι τουρίστες δεν ξαναπήγαν στο χωριό αυτό, αφού δεν είχε ούτε ένα περιστέρι. Μόνο το όνομα Περιστέρα έμεινε, να θυμίζει τους παλιούς καιρούς. 
Οι κάτοικοι τώρα όμως, πιο σκεφτικοί, πιο ώριμοι, πήραν το μάθημά τους και έλεγαν και ξανάλεγαν ο ένας στον άλλο: “Δεν πρέπει να στερούμε την ελευθερία από κανένα. Είναι πολύτιμη”!
Δεν πέρασε πολύς καιρός, και μια μέρα, θα’ ήταν Δευτέρα νομίζω, ήρθε στο χωριό κάποιος γλύπτης. Τον έλεγαν Πελοπίδα Πηλινόπουλο και έφτιαχνε, άκου τώρα να δεις, πήλινα περιστέρια. 
Είχε γεμίσει το φορτηγάκι του με αυτά τα μικρά αγαλματάκια, και όταν μαζεύτηκαν οι κάτοικοι του χωριού να τα δουν, τους είπε. 
«Βλέπω πως έχετε άδειους περιστεριώνες και πεταμένα παλιά κλουβιά. Είναι όμως όλα τους αληθινά όμορφα. Γιατί δεν βάζετε μέσα σε αυτά, από ένα πήλινο περιστέρι; Ούτε τάισμα θέλει, ούτε καθάρισμα. Θα σας αγαπά για πάντα και δεν θα μπορεί να φύγει από κοντά σας. Σκεφτείτε το καλά αυτό. Τα δικά μου περιστέρια δεν θα φύγουν ποτέ».
Οι κάτοικοι, ενθουσιάστηκαν με την ιδέα του κύριου Πελοπίδα Πηλινόπουλου. Βιάστηκαν να αγοράσουν όλοι από ένα ή και δυο τουλάχιστον πήλινα περιστέρια. Άλλοι πήραν μικρά, άλλοι πήραν μεγάλα, άλλοι λίγα, άλλοι πολλά και το χωριό ξαναγέμισε περιστέρια. Τι πειράζει αν ήταν πήλινα; Μέχρι και ο Δήμαρχος πήρε ένα στη θέση του Αντιδήμαρχου Τέρη Περιστέρη. 
Το ονόμασε Άκη Πηλινάκη. Το έβαλε να κάθεται, εκεί ακριβώς που καθόταν ο άλλος Τέρης, και κάθε πρωί που πήγαινε στο γραφείο του και άνοιγε την πόρτα, του έλεγε:
“Για πες μας κύριε Άκη, είδες κανα περιστεράκι”; Και μετά γελούσε μόνος του με την εξυπνάδα του!
 Έτσι λοιπόν, τώρα πια, το χωριό που το έλεγαν Περιστέρα, έπαψε να στενοχωριέται που δεν είχε αληθινά περιστέρια, αλλά έπαψε και να φοβάται, ότι αυτά που έχει θα του φύγουν. Οι κάτοικοι, καθάρισαν και έβαψαν με όμορφα χρώματα όλα τα σπίτια. Άλλαξαν τα μαγαζιά τους, το εμπόρευμά τους, μάθανε γλυπτική και έφτιαχναν μόνοι τους πανέμορφα πήλινα περιστέρια… Ο δε δήμαρχος, έφτιαξε ιστοσελίδα στο διαδίκτυο που διαφήμιζε τις ομορφιές του χωριού, που άλλαξε το όνομά του και από “Περιστέρα”, τώρα λεγόταν, “Πηλινοχώρι”. Έτσι, ήρθαν πάλι τουρίστες, και οι κάτοικοι άρχισαν να είναι πάλι χαρούμενοι που το χωριό τους έγινε διάσημο για την ομορφιά του και τα πήλινα περιστέρια του.

Ήσυχα κυλούσαν οι μέρες στο όμορφο Πηλινοχώρι, ώσπου μια ηλιόλουστη μέρα συνέβηκε κάτι υπέροχο! Θα ήταν Κυριακή, μια ηλιόλουστη Κυριακή, που όλοι οι κάτοικοι ήσαν έξω από τα σπίτια τους. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, δεν υπήρχε ούτε ένα τόσο δα μικρούλι συννεφάκι. Ο ήλιος υπέρλαμπρος και ζεστός όπως πάντα... Και τότε, ακούστηκε ένας θόρυβος περίεργος από ψηλά. Όλοι κοιτάξανε προς τον ουρανό, και τι να δούνε; Όλα τα περιστέρια, οι φίλοι τους, πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους. Όλα, και λίγα παραπάνω. Μέχρι και τον αντιδήμαρχο είδαν με την γυναίκα του και τα παιδιά του. “Γειά σου Τέρη Περιστέρη, να ζήσετε εσύ και η οικογένειά σου, να’ στε όλοι καλά και να μας ξανάρθετε” φώναζαν οι κάτοικοι, χαρούμενοι που τα περιστέρια δεν τους ξέχασαν και πέρασαν να τους δουν.
Για άλλη μια φορά πήραν το μάθημά τους και κατάλαβαν πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία. Πόσο όμορφο είναι να βλέπεις στον ουρανό τα πουλιά να πετάνε ελεύθερα! Εκείνη την Κυριακή δεν την ξέχασε ποτέ κανείς και μάλιστα ο Δήμαρχος αποφάσισε να την γιορτάζουν επίσημα κάθε χρόνο. Την ονόμασαν δε, Κυριακή της Ελευθερίας!

Οκτώβριος 2012






παραμύθι 06

"Οι κόρες του ήλιου"

Το παραμύθι «Οι κόρες του ήλιου», σε ποιητική μορφή, είναι διασκευή της εκπαιδευτικού Μαριλένας Δωρή, από το διήγημα της Αγνής Σοφιανού «Η μικρότερη ακτίνα».

Εικονογράφηση Έλλη Ιωαννίδου











ellis-stories.blogspot.com



παραμύθι 07

"Σκοτάδι στο δωμάτιό μου"


Mια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα γλυκό ήσυχο κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Όταν ήταν τεσσάρων χρόνων, άρχισε να φοβάται το σκοτάδι. Δεν ήθελε να κοιμάται μόνη της τα βράδια και πήγαινε στο κρεβάτι των γονιών της. Αυτό γινόταν πολύ καιρό ώσπου μια νύχτα έπαψε να φοβάται πια τους κακούς δράκους και τις κακές μάγισσες που πίστευε ότι κρυβόντουσαν στο δωμάτιό της! Ήταν η πρώτη νύχτα που είπε χαμογελαστή στους γονείς της: “Σήμερα θα κοιμηθώ μόνη μου. Δεν φοβάμαι τίποτα και κανένα”. Έτσι όπως τα λέω έγιναν τα πράγματα, αλλά καλλίτερα να σας τα πω, με την σειρά και από την αρχή. Μια μέρα λοιπόν, Σάββατο πρέπει να ήταν, η μαμά της Έλλης αποφάσισε να κάνει πολλές αλλαγές στο δωμάτιό της.

 Έβαλε καινούργιες λιλά κουρτίνες, όπως ακριβώς είναι το χρώμα του ουρανού, το καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Αριστερά και δεξιά από το κουρτινόξυλο, κρέμασε από μια χοντρή άσπρη κορδέλα και πάνω της στερέωσε όλα τα μικρά λούτρινα και υφασμάτινα παιχνιδάκια της. Στο κρεβατάκι της, άπλωσε ένα αφράτο λευκό πάπλωμα, και κοντά στο μαξιλάρι, έβαλε τα αγαπημένα της κουκλάκια. Μετά, πήρε μια σκάλα και κόλλησε στο ταβάνι του δωματίου της, εξήντα χάρτινες πεταλούδες, που είχε ζωγραφίσει μόνη της. Έκανε ένα σωρό πράγματα ακόμα στο δωμάτιο, που από όμορφο, είχε γίνει τώρα πιο όμορφο. Ήταν υπέροχο! Μέχρι το απόγευμα ασχολιόταν με όλα αυτά και όταν επιτέλους ολοκλήρωσε, πήρε αγκαλιά της την Έλλη και της είπε: “Σου αρέσει αγαπούλα μου το δωμάτιό σου;” Η μικρή με ένα πλατύ χαμόγελο της απάντησε, “ναι μανουλίτσα μου, είναι το πιο όμορφο δωμάτιο του κόσμου!” 
“Τότε το βράδυ πρέπει να κοιμηθείς εδώ, στο όμορφο κρεβατάκι σου παρέα με τις κουκλίτσες σου”, της είπε η μαμά της.



 Όμως η μικρούλα Έλλη, σούφρωσε τα χειλάκια της και είπε: “Μανούλα, φοβάμαι το σκοτάδι στο δωμάτιό μου. Φοβάμαι μήπως έρθει κάποιος κακός δράκος ή κάποια μάγισσα να με πάρει.”
“Να μη φοβάσαι, της είπε η μαμά της, το σπίτι μας είναι ο πύργος σου και εμείς οι φύλακες που σε προστατεύουμε. Αν όμως φοβάσαι ακόμα και τώρα ,θα σου πω κάτι που θα σε βοηθήσει να πολεμήσεις τους κακούς δράκους και τις μάγισσες. Πρέπει να ξέρεις λοιπόν, ότι ακόμα και οι κακοί φοβούνται κάτι. Φοβούνται τη Δύναμη!” της είπε σοβαρά.
Η μικρή Έλλη, κοίταξε την μαμά της ενθουσιασμένη και γούρλωσε τα ματάκια της. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι και οι κακοί θα φοβόντουσαν κάτι.
“Να διαλέξεις λοιπόν, συνέχισε να λέει η μαμά της, το πιο γενναίο παιχνίδι σου και να το πάρεις κοντά σου. Αυτό θα σε προστατεύει με το θάρρος του. Οι κακοί φοβούνται τους γενναίους και ατρόμητους. Φοβούνται τη Δύναμη του θάρρους!” της είπε. 
Η Έλλη, άκουγε με προσοχή αυτά που της έλεγε η μαμά της και χωρίς να χάνει χρόνο, άρχισε να ψάχνει στα παιχνίδια της μέχρι να βρει αυτό που θα την έκανε να νοιώθει ασφαλής.
Δεν άργησε να το βρει! Ήταν το αρκουδάκι της ο Όρσο. Της τον είχε κάνει δώρο ο μπαμπάκας της όταν ήταν μωράκι, ήταν το πρώτο της παιχνίδι. Αφού ο μπαμπάς της ήταν πάντα ο ήρωας της, τότε και ο μικρούλης Όρσο θα είναι γενναίος όσο και αυτός. Την κοιτάζει πάντα με τα έξυπνα ματάκια του, και νοιώθει τόσο όμορφα όταν τον έχει αγκαλιά της! Ναι λοιπόν. 
Ο Όρσο είναι το πιο γενναίο της παιχνίδι. Έχει πολύ θάρρος και θα τον έχει πάντα μαζί της. 

Έτρεξε χαρούμενη τώρα η Έλλη, να δείξει στην μαμά της, το παιχνίδι που θα έχει πάντα μαζί της όταν θα κοιμάται. Θα την προστατεύει με το θάρρος του, και δεν θα φοβάται... όμως αν δεν φτάνει αυτό;... αν ο κακός δράκος, που τόσο πολύ φοβάται, δεν τρομάξει με την δύναμη του θάρρους του μικρού Όρσο; ρώτησε όλο αγωνία. “Τότε, πρέπει να βρεις και άλλη μια δύναμη”, της είπε η μαμά της. “Τη Δύναμη της Ομορφιάς! Αν δεν τον τρομάξει η Δύναμη του Θάρρους, τότε θα τον λυγίσει η Δύναμη της Ομορφιάς. Η ομορφιά όλα τα γλυκαίνει. Μας κάνει να χαμογελάμε. Μας κάνει ρομαντικούς και ευγενικούς... Ποιος δεν θαύμασε ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, ποιος δεν χαμογέλασε μπροστά σε μια υπέροχη παραλία με γαλανά νερά. Ποιος δεν ένοιωσε ρομαντικά όταν του προσφέρανε ένα όμορφο λουλούδι”... της είπε η μαμά της και την έστειλε να ψάξει στα παιχνίδια της για κάτι όμορφο. Έτσι και έγινε λοιπόν! Η Έλλη άρχισε πάλι να ψάχνει στο δωμάτιό της για κάτι όμορφο. Τώρα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να διαλέξει, γιατί έβρισκε όλα τα παιχνίδια της όμορφα... ώσπου έπεσε το μάτι της στην Μελίνα. Η Μελίνα, ήταν μια μικρή πάνινη κουκλίτσα που την είχε ράψει η γιαγιά της. Την ονόμασε έτσι γιατί ήταν γλυκιά σαν μέλι. Η Μελίνα θα της θυμίζει πάντα την γιαγιά της, γιαυτό την αγαπάει και την θεωρεί την πιο όμορφη κουκλίτσα. Ναι, η Μελίνα, είναι ότι πιο όμορφο έχει, και αυτήν έτρεξε να δείξει στην μαμά της όλο καμάρι. Η μαμά της Έλλης συγκινήθηκε με την επιλογή της. Και για την ίδια, η Μελίνα ήταν το παιχνιδάκι, που θα της θυμίζει πάντα την γιαγιά, την δικιά της μητέρα δηλαδή!

Τώρα η Έλλη κρατούσε τον Όρσο και την Μελίνα χαρούμενη και φώναζε: “Δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ατρόμητηηη...” Όμως μετά από λίγο, ρωτάει με σοβαρή φωνή την μαμά της: “Ναι, αλλά αν τον κακό δράκο δεν τον τρομάξει η Δύναμη του Θάρρους, ούτε τον λυγίσει η Δύναμη της Ομορφιάς, θα έρθει να με πάρει;” Η μαμά της, την κοίταξε γλυκά και της λέει, ότι υπάρχει και μια τρίτη Δύναμη, η πιο ισχυρή από όλες που θα την προστατέψει. Η Δύναμη της Αγάπης! Γιατί η Αγάπη όλα τα νικάει, όλα τα αντέχει και όλα τα μπορεί! Την παρότρυνε λοιπόν, για άλλη μια φορά, να ψάξει στο δωμάτιό της και να βρει κάτι που να έχει πάνω του πολύ αγάπη. Η Έλλη αυτή τη φορά, προβληματίστηκε πολύ. Τώρα ήταν ακόμα πιο πολύ δύσκολο να διαλέξει. Τι μπορεί να υπάρχει στο δωμάτιό της με πολύ αγάπη πάνω του, ώστε να την προστατέψει από τον κακό δράκο; 
Σκεφτόταν, σκεφτόταν και έψαχνε, έψαχνε, όταν κάποια στιγμή, πέφτει το μάτι της στο μικρό κουτάκι φιλιών. Ήταν ένα μικρό κουτάκι, που της το είχε χαρίσει η μαμά της. 
Κάθε βράδυ με την καληνύχτα, της έβαζε και ένα φιλάκι στο μικρό αυτό κουτί και της έλεγε: “Αν εγώ είμαι μακριά σου και εσύ χρειάζεσαι φιλάκι μανούλας, θα ανοίγεις το κουτάκι και θα το ακουμπάς στο πρόσωπο σου. Έτσι θα με νοιώθεις κοντά σου και τα φιλάκια μου στο μαγουλάκι σου”!

Πάντα της άρεσε της Έλλης αυτό το κουτάκι. Μέσα όμως σε αυτό είχε βάλει και μια φωτογραφία που ήταν με την οικογένειά της. Ο μπαμπάς, η μαμά και εκείνη, αγκαλιασμένοι. Έτσι κάθε φορά που άνοιγε το κουτάκι της, έβλεπε την οικογένειά της και της άρεσε πολύ. Ναι! Το κουτάκι φιλιών έχει την Δύναμη της Αγάπης που χρειαζόταν και έτρεξε όλο χαρά να το πει στην μαμά της. 
“Μαμά, μαμά, το κουτάκι αυτό έχει πολύ αγάπη επάνω του. Έχει την οικογένειά μου. Εσάς αγαπώ όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο!” Η μαμά της, συγκινήθηκε για άλλη μια φορά την αγκάλιασε γλυκά και της είπε: “Από εδώ και στο εξής, δεν πρέπει να φοβάσαι τα βράδια στο σκοτάδι. Να κοιμάσαι ήσυχη λοιπόν. Θα έχεις στο κρεβατάκι σου πάντα τρεις δυνάμεις να σε προστατεύουν. Την δύναμη του Θάρρους, της Ομορφιάς και της Αγάπης. Να ξέρεις, όποιος τα έχει αυτά, είναι πιο δυνατός από όλους. Το θάρρος, είναι η δύναμη του μυαλού μας. Η ομορφιά, είναι η δύναμη της ψυχής μας.


 Η αγάπη, είναι η δύναμη της καρδιάς μας. Εσύ τώρα, τα έχεις και τα τρία κοντά σου. Καληνύχτα αγαπούλα μου”, της είπε και την σκέπασε στοργικά, όπως κάνουν όλες οι μανούλες. Η μικρή Έλλη από τότε, κοιμάται μόνη της στο κρεβατάκι της, χωρίς να φοβάται πια το σκοτάδι. Έχει τον γενναίο Όρσο, που της θυμίζει τον μπαμπά της να την προστατεύει. Έχει την όμορφη Μελίνα, που της θυμίζει την γιαγιά της, και το κουτάκι φιλιών που της θυμίζει την μαμά της. Δεν ξεχνάει βέβαια ποτέ, αυτό που της τονίζει η μαμά της: Ότι κάνουμε με την λογική, την ψυχή και την καρδιά μας, πετυχαίνει!

( Αφιερωμένο σε όλα τα παιδάκια που φοβούνται το σκοτάδι)
Εικονογραφήθηκε τον Νοέμβριο 2012
ellis-stories.blogspot.com






παραμύθι 09

"τι είδαν οι νιφάδες του χιονιού"







Το παραμύθι «Τι είδαν οι νιφάδες του χιονιού», σε ποιητική μορφή, είναι της εκπαιδευτικού Μαριλένας Δωρή, και η εικονογράφηση της Έλλης Ιωαννίδου.

Δεκέμβριος 2012


..

παραμύθι 08

"Χριστουγεννιάτικα δώρα"

( Η μαμά της Ρόζμαρι, ζήτησε ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι με την Ρόζμαρι 
και τις δυο ξαδελφούλες της ). 

Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι διαφορετικά. Η μαμά της Ρόζμαρι, της είπε, ότι ο Άγιος Βασίλης έχει πολλά έξοδα, γέρασε, κουράστηκε και έτσι αποφάσισε να αλλάξει λίγο την καθιερωμένη παράδοση. Έστειλε ένα γράμμα λοιπόν στους γονείς των παιδιών και στα σχολεία τους, που τους λέει να ψάξουν στα παιχνίδια τους, να βρουν κάποιο που δεν θέλουν. Θα προσέξουν να είναι σε καλή κατάσταση, θα το βάλουν σε ένα ωραίο κουτί, θα το τυλίξουν με χαρούμενο περιτύλιγμα και θα το στείλουν σε άλλο παιδάκι. Εκείνος θα αναλάβει να το μεταφέρει προσωπικά. Έτσι, όλα τα παιδάκια θα πάρουν δώρο και θα έχουν την χαρά να προσφέρουν και τα ίδια κάποιο δώρο! 
Στο σπίτι της μικρής Έσμε πήγε το ίδιο γράμμα, ακριβώς. Μόλις της το διάβασε η μαμά της, φώναξε ενθουσιασμένη: “Θα βρω ένα παιχνίδι για την ξαδελφούλα μου την Ρόζμαρι και ένα για την αδελφούλα μου, την Ίσλα”. Έτρεξε βιαστικά στο δωμάτιο της λοιπόν, αρχίζοντας να ψάχνει.

Τις αγαπούσε πολύ και τις δύο. Ήξερε ακριβώς τι θα αρέσει στην κάθε μία. Σε ένα όμορφο κουτί με πάνινα ζωάκια, βρήκε πρώτη - πρώτη την όμορφη αρκουδίτσα της. Όταν ήταν μικρούλα έπαιζε πολύ μαζί της, αλλά εδώ και καιρό τώρα, είναι σε αυτό το κουτί καθηλωμένη. Θυμάται όμως μια φορά που η Ρόζμαρι την είχε δει και της άρεσε πολύ. Ναι, αυτήν θα έδινε στην ξαδελφούλα της. Μετά, έψαξε να βρει κάτι για την μικρή Ίσλα, και βρήκε κάτι πολύ χαριτωμένο. Ένα χνουδωτό αρνάκι! Τώρα που μεγάλωσε, δεν παίζει πια μαζί του, ας παίξει με αυτό η αδελφούλα της. 
Πήρε τα δυο παιχνίδια όλο καμάρι και τα έβαλε σε όμορφα κουτιά. Μετά, σε δυο μικρές καρτούλες έγραψε: «Από την Έσμε στην Ρόζμαρι» στη μία κάρτα και στην άλλη «από την Έσμε στην Ίσλα».
 Η μαμά της, είπε, ότι το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, ο Άγιος Βασίλης θα περάσειαπό κάθε σπίτι, θα πάρει τα κουτιά με τα δώρα και θα τα παραδώσει στο κάθε παιδάκι που του ανήκουν. 
Θα οδηγήσει το έλκηθρο ο ίδιος προσωπικά, το είπε και η μαμά!

Με τη μικρούλα Ίσλα τώρα, έγινε ακριβώς το ίδιο. Άρχισε και αυτή με τη σειρά της να ψάχνει δωράκια. Επειδή όμως ήταν μικρούλα, την βοήθησε και λίγο η μαμά της, να διαλέξει τα παιχνίδια που θα χάριζε σε άλλα παιδάκια. Η μικρούλα Ίσλα, ήθελε να δώσει τρία δικά της κουκλάκια, στις τρεις φίλες της. Έτσι η μαμά της, τύλιξε τα δώρα, έγραψε τα ονόματα τους από πάνω σε καρτούλες, και τα έβαλε κάτω από το δέντρο. Θα περίμενε και εκείνη, όπως όλα τα παιδάκια, την Παραμονή να τα πάρει ο Άγιος Βασίλης και να φέρει τα δικά της δώρα. Κάθε πρωί, πήγαινε και έψαχνε το δέντρο, να δει αν έφερε παιχνίδια ο Άγιος Βασίλης. Μετά ρωτούσε την μαμά της:
 “Σήμερα θα έρθει ο Άγιος Βασίλης;” και η μαμά της απαντούσε, ότι δεν είναι ακόμα Παραμονή Χριστουγέννων και πρέπει να έχει υπομονή. 

Αντίστοιχα συνέβαινε το ίδιο και στο σπίτι της Ρόζμαρι.
 Έψαχνε και εκείνη τα παιχνίδια της σκεπτική. Δεν ήξερε ακόμα που θα τα έστελνε. Καθώς έψαχνε λοιπόν, βρήκε την κουκλίτσα μωρό που είχε από μικρή. Παλιά, έπαιζε με αυτό το μωράκι, όμως από τότε που άρχισε να πηγαίνει σε σχολή χορού, σταμάτησε να παίζει με την κουκλίτσα αυτή και διάφορα άλλα παιχνίδια. Χορεύει συνεχώς, κάθε μέρα και παίζει με κούκλες που μπορεί να τις ντύσει και αυτές μπαλαρίνες. Μετά από λίγο, το μάτι της έπεσε στην σιδερένια μπουλντόζα. Της άρεσε σαν παιχνίδι, όμως ήταν πολύ βαρύ και γρήγορα το άφησε. Σκέφτηκε, ότι Θα ήταν καλλίτερο για κάποιο αγοράκι. Ναι, τώρα ήταν σίγουρη για τα δώρα της. Αυτά θα έστελνε… Αυτά θα έστελνε, αλλά δεν ήξερε σε ποιόν! Τα τύλιξε σε όμορφα κουτιά και μιας και δεν ήξερε ακόμα να γράφει είπε στην μαμά της να γράψει στην μια «στο άγνωστο κοριτσάκι, από την Ρόζμαρι» και στην άλλη «στο άγνωστο αγοράκι από την Ρόζμαρι». Η μαμά της συγκινήθηκε με την ιδέα της, αλλά της είπε γλυκά, πως αν δεν γράψει κάποιο όνομα μπορεί να μη της έρθει ούτε της ίδιας κάποιο δώρο.
Μπορεί ακόμα, να χαθούν τα κουτιά, ή και να μην πάνε ποτέ, πουθενά!

 Όμως η Ρόζμαρι ήταν αποφασισμένη. Κοίταξε γλυκά την μαμά της και της είπε: «Δεν πειράζει αν δεν πάρω εγώ δώρο από κάποιο παιδάκι. Θα μου πάρετε εσείς δώρα, ο παππούς, η γιαγιά, η νονά μου… Αν όμως κάποιο παιδάκι δεν έχει κανέναν να του πάει δώρο, αν δεν το σκέφτηκε κανείς; Σε αυτό το παιδάκι θέλω να του δώσει τα δώρα μου ο Άγιος Βασίλης. Αυτός ξέρει που να πάει… αυτός ξέρει». Η μαμά της Ρόζμαρι χαμογέλασε και χάιδεψε τις χρυσές μπουκλίτσες της. «Μπράβο γλυκιά μου που το σκέφτηκες εσύ», της είπε. «Είσαι πολύ καλό κοριτσάκι και είμαι σίγουρη ότι θα το εκτιμήσει πολύ και ο Άγιος Βασίλης ».

Έφτασε και η Παραμονή Χριστουγέννων.
 Όλα τα σπίτια μύριζαν μελομακάρονα, δίπλες και κουραμπιέδες. Όλα ήταν φωτισμένα, στολισμένα γιορτινά όπως και οι δρόμοι, τα καταστήματα… Μέσα σε όλη αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα όμως, ένα σπιτάκι ξεχώριζε. Ήταν δίπλα στον παιδικό σταθμό της Ρόζμαρι. Δεν είχε στολίδια στα παράθυρα, ούτε φαινόταν κάποιο χριστουγεννιάτικο δέντρο μέσα. Σε αυτό, έμεναν δυο αδελφάκια με την γιαγιά τους. Δεν είχαν πολλά χρήματα, φορούσαν σχεδόν πάντα τα ίδια ρούχα και δεν τα είχε δει ποτέ να παίζουν, όπως τα άλλα παιδιά. Η Ρόζμαρι δεν θυμόταν ούτε τα ονόματά τους. Θυμόταν όμως, ότι δεν τα έχει δει ποτέ να χαμογελούν. 

Ήρθε επιτέλους και η μέρα των Χριστουγέννων, που όλα τα παιδάκια περιμένουν με λαχτάρα.
 Η μικρούλα Ρόζμαρι, μόλις ξύπνησε, έτρεξε κάτω από το στολισμένο δέντρο να βρει τα δώρα της. Χαρά που έκανε μόλις τα είδε! Βρήκε ένα μεγάλο πακέτο από τον μπαμπά και την μαμά, ένα από τον παππού και την γιαγιά, ένα από την νονά και τον νονό, από τις θείες, από τις ξαδελφούλες… και ένα μικρό πακετάκι από τον Άγιο Βασίλη. Είχε επάνω μια καρτούλα ζωγραφισμένη από παιδικά χεράκια. Έγραφε «από την Ανούσκα στην Ρόζμαρι». Άνοιξε αυτό το κουτί πρώτο και καλλίτερο.
Αν και πίστευε ότι δεν θα έπαιρνε δώρο από κάποιο άλλο παιδάκι! 

Τώρα όμως ήταν πολύ περίεργη για το πακετάκι αυτό. Το άνοιξε λοιπόν φωνάζοντας όλο χαρά: «Μαμά, μπαμπά, μου έφερε και εμένα δώρο ο Άγιος Βασίλης, από ένα κοριτσάκι που το λένε Ανούσκα». Ήταν μια μικρή κουκλίτσα, πολύ μικρή και ίσως λίγο παλιά, μα καθαρή και σε καλή κατάσταση. «Προφανώς, Θα ήταν από κάποιο παιδάκι το οποίο δεν θα είχε και πολλά παιχνίδια για να διαλέξει», της είπε τότε η μαμά της. Αυτήν την μικρή κουκλίτσα όμως, φαίνεται να την αγαπούσε, έτσι περιποιημένη που την είχε, αν και τόσο παλιά! 
Η Ρόζμαρι την κοιτούσε καλά – καλά. Δεν την ένοιαζε που ήταν μικρή και παλιά, αρκεί που κάποιος άλλος σκέφτηκε να στείλει και σε εκείνη δώρο. Και αυτό το σκέφτηκε η άγνωστη Ανούσκα.
Έσφιγγε στην αγκαλιά της την κουκλίτσα τρυφερά, όταν άκουσε παιδικές φωνές στον δρόμο. 
Κοίταξε από το παράθυρο και τι να δει; 

Τα δυο φτωχά αδελφάκια, στο πέρα σπιτάκι, είχαν βγει στην αυλή τους και φώναζαν χαρούμενα. Είχαν πάρει και αυτά δώρο από τον Άγιο Βασίλη, και πανηγύριζαν ευτυχισμένα. Η Ρόζμαρι κοίταξε λίγο καλλίτερα, και είδε πως το κοριτσάκι κρατούσε στα χέρια του το μωρό κουκλάκι που είχε στείλει η ίδια, με την κάρτα «στο άγνωστο κοριτσάκι», ενώ το αγοράκι κρατούσε την σιδερένια μπουλντόζα που είχε στείλει πάλι η ίδια, με την κάρτα «άγνωστο αγοράκι». 
Δάκρυσαν τα ματάκια της από χαρά! Σε αυτά τα «άγνωστα παιδάκια» λοιπόν πήγε τα δώρα της ο Άγιος Βασίλης. Τι καλά που έκανε! Τώρα ένοιωθε πιο χαρούμενη από πριν. Ήταν σαν να πήρε η ίδια, δυο δώρα παραπάνω. Όταν εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η μαμά της, η Ρόζμαρι, της έδειξε τα αδελφάκια που έπαιζαν με τα παιχνίδια τους. 


«Πάμε στο ίδιο σχολείο μαμά, αλλά δεν ήξερα πως τα λένε. Θέλω και του χρόνου να τους στείλω παιχνίδια, με καρτούλα που θα έχει το όνομά τους. Όταν μετά τις γιορτές θα επιστρέψουμε στο σχολείο θα τα ρωτήσω». Η μαμά της χάρηκε με την απόφαση της, την αγκάλιασε τρυφερά και της είπε: «Είναι η Ανούσκα και ο Βάνιας. Είναι πολύ καλά παιδάκια και καλοί μαθητές. Έχουν πεθάνει οι γονείς τους και ζούνε με την γιαγιά τους. Είναι αγαπημένοι, αξιοπρεπείς, και σοβαροί. Όταν αρχίσει το σχολείο μετά τις γιορτές, να πας να τους μιλήσεις, να γίνετε φίλοι».Εκείνη ακριβώς την στιγμή, χτύπησε το κουδούνι. Ήρθαν οι ξαδελφούλες της να την επισκεφτούν και να φάνε όλοι μαζί το χριστουγεννιάτικο αυτό μεσημέρι. Αγκαλιάστηκαν και έδειξαν τα δώρα τους η μία στην άλλη. 
Έπαιξαν λίγο, έφαγαν, τραγούδησαν, διάβασαν ιστορίες και παραμύθια. Κάποια στιγμή κάθισαν και οι τρεις να κοιτούν από το παράθυρο. Τα δυο αδελφάκια, η Ανούσκα και ο Βάνιας στο απέναντι σπιτάκι, ήσαν ακόμα στην αυλή και έπαιζαν χαρούμενα. 

Είχε πια βραδιάσει. Το σκοτάδι έκρυψε τα σπίτια και τους δρόμους. Στο σπιτάκι απέναντι άνοιξε η πόρτα και η γιαγιά φώναξε τα αδελφάκια να μπουν μέσα γιατί θα κρυώσουν. Υπάκουσαν αμέσως. Ανέβηκαν το σκαλάκι της εισόδου σιγά-σιγά και μπήκαν μέσα. Πρώτο, το αγοράκι με την μπουλντόζα σφιχτά στην αγκαλιά του. Μετά, τον ακολούθησε το κοριτσάκι. Όμως, λίγο πριν μπει στο σπίτι, γύρισε το κεφαλάκι του και κοίταξε προς την Ρόζμαρι. Την χαιρέτησε, της χαμογέλασε και έσφιξε το μωρό κουκλάκι πάνω της. Η Ρόζμαρι σήκωσε και αυτή το χεράκι της να χαιρετήσει, και ασυναίσθητα θυμήθηκε, την καρτούλα στο κουτί, που ήταν μέσα η κουκλίτσα. Έγραφε ξεκάθαρα με παιδικά γραμματάκια, «από την Ανούσκα στην Ρόζμαρι». Χαμογέλασε και έσφιξε την μικρή κουκλίτσα πάνω της. Καληνύχτα Ανούσκα, ψιθύρισε, και πήγε στο δωμάτιο να κοιμηθεί γιατί ήταν πια αργά. Αυτό το βράδυ, κοιμήθηκε αμέσως, γλυκά, ζεστά και ευτυχισμένα. Όπως ακριβώς θα έπρεπε να κοιμούνται όλα τα παιδάκια του κόσμου!



Νοέμβριος 2012
ellis-stories.blogspot.com






παραμύθι 10

"η χάρτινη αδερφούλα"


Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα γλυκό ήσυχο κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη, από πολύ μικρή, ήθελε να είχε μια αδελφούλα να παίζουνε μαζί. Δεν έχανε λοιπόν ευκαιρία να το ζητάει αυτό από τους γονείς της συνεχώς! Σαν δώρο γενεθλίων, σαν δώρο για τις γιορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, ή όταν έπαιρνε μπράβο στο νηπιαγωγείο. Δηλαδή, με την κάθε ευκαιρία που μπορούσε να της δοθεί. Οι γονείς της όμως, της έλεγαν συνεχώς τα ίδια και τα ίδια... όπως, ότι κάποια στιγμή μπορεί να έρθει κάποιο αδερφάκι αλλά δεν ξέρουν πότε, ή της έλεγαν ότι θα έρθει, όταν εκείνη μεγαλώσει λίγο ακόμα.
Ο καιρός περνούσε και η Έλλη πέντε χρόνων πλέον, βαρέθηκε να ζητάει αδερφούλα ξανά και ξανά. Σκέφτηκε λοιπόν, αφού κανείς δεν της “φτιάχνει” αδερφάκι, θα “φτιάξει”μόνη της ένα, ακριβώς όπως το θέλει η ίδια! Πήρε λοιπόν ένα μεγάλο χαρτόνι, τους μαρκαδόρους της, και άρχισε να ζωγραφίζει το αδερφάκι που θα ήθελε. Ζωγράφιζε πολύ όμορφα για την ηλικία της. Αυτό, της το έλεγαν όλες οι δασκάλες στο νηπιαγωγείο, αλλά και οι γονείς της βέβαια, που την έβλεπαν κάθε μέρα να ασχολείται με χαρτιά, μολύβια και μαρκαδόρους.

Με ένα μαύρο λοιπόν μολύβι, έκανε το σχήμα που ήθελε. Με μια γόμα, διόρθωσε ότι δεν της άρεσε και το ξαναέφτιαξε, μέχρι να το πετύχει. Μετά, με ένα μαύρο χοντρό μαρκαδόρο, πέρασε το τελικό περίγραμμα για να φαίνεται καλλίτερα. Με το μπλε χρώμα έφτιαξε τα ματάκια, με το ροζ το στοματάκι, και με το καφέ έφτιαξε τα μαλλιά όλο μπουκλίτσες, όπως της έχει μάθει η μαμά της να κάνει! Με το σκούρο ροζ έφτιαξε και ένα ωραίο φουστάνι. Μετά, αφού θαύμασε την ζωγραφιά της πολλές φορές, λέγοντας “πόσο ωραία την έκανα, σαν αληθινή”, πήρε το καλό της το ψαλίδι και άρχισε να κόβει σιγά-σιγά. Κάθε φορά που έκοβε, ψιθύριζε το ποίημα που τις έλεγε η μαμά της για το ψαλίδι:
“Όταν το μικρό παιδάκι πάρει ένα ψαλιδάκι,
να θυμάται -μην κοπεί- της μαμάς την συμβουλή:
Έχε σταθερό χεράκι, αγαπούλα μου μικρή,
να κοιτάς το ψαλιδάκι, με περίσσια προσοχή.
Και αν δεν έκοψες ωραία το μικρό σου το χαρτί, 
μη σε νοιάζει, δεν πειράζει, πάμε πάλι από την αρχή. 
Για να ξέρεις το ψαλίδι,  θέλει πάντα υπομονή!”

Έτσι λοιπόν η μικρούλα Έλλη, έκοβε σιγά-σιγά λέγοντας το ποιηματάκι, ξανά και ξανά.Όταν πια τέλειωσε, χαμογέλασε στη ζωγραφιά και της είπε: “Είσαι έτοιμη τώρα. Το μόνο που σου λείπει είναι το όνομα. Θα σε λέω... Λάουρα. Λάουρα λοιπόν, θα είσαι η μικρή μου αδερφούλα!” Από εκείνη την ημέρα, η μικρή Έλλη, όπου πήγαινε την έπαιρνε πάντα μαζί της. Την πρόσεχε να μην τσαλακωθεί, έφτιαχνε χάρτινα μικρά φαγητά να την ταΐσει, την έβαζε δίπλα της να βλέπουν τηλεόραση. “Αυτή είναι η αδερφούλα μου η Λάουρα” έλεγε σε όλους και την έδειχνε με καμάρι. Ακόμα και όταν καθόντουσαν σπίτι της όλοι να φάνε στο τραπέζι, δίπλα στην καρέκλα και η Λάουρα. Κοιμόταν η Έλλη στο κρεβάτι της, δίπλα και η Λάουρα. 

Πήγαινε η Έλλη να παίξει με τις φίλες της, έπαιρνε και την Λάουρα. Πήγαινε η Έλλη στον παππού και την γιαγιά, από δίπλα και η Λάουρα. Αυτό γινόταν για πολύ καιρό. Όσο περνούσαν οι μέρες δε, η Έλλη, «δενόταν» πολύ με την Λάουρα. Έφτασε σε σημείο όχι μόνο να της μιλάει, αλλά και να πιστεύει ότι της απαντάει κιόλας! Σε όλους έλεγε πια, ότι είναι η αληθινή της αδερφούλα και ότι την αγαπάει πολύ! 
Αυτό όμως, ήταν κάτι που ανησύχησε τους γονείς της Έλλης. Δεν έβρισκαν φυσιολογικό πράγμα, το παιδί τους, να έχει πιστέψει και να έχει αγαπήσει τόσο πολύ, ένα κομμάτι χαρτί. Στην αρχή δεν έδωσαν και πολύ σημασία, γιατί σκέφτηκαν ότι ήταν απλώς ένα παιχνίδι που γρήγορα η μικρή Έλλη θα βαρεθεί. Όμως μάταια. Η Έλλη αγαπούσε πολύ την χάρτινη αδερφούλα της!  

Ώσπου ένα πρωί συνέβηκε κάτι αναπάντεχο! Ήταν ένα απλό πρωί του Αυγούστου, αλλά εκείνη τη μέρα φυσούσε πολύ δυνατά. Είχαν έρθει τα μελτέμια, όπως έλεγαν οι γονείς της. Η Έλλη, μόλις είχε γυρίσει από την θάλασσα. Πλύθηκε, άλλαξε ρουχαλάκια και βγήκε να παίξει στην αυλή του σπιτιού. Έβγαλε βιαστικά την χάρτινη Λάουρα από την ψάθινη τσάντα της, για να μη τσαλακωθεί. Είχε ετοιμάσει τα κουβαδάκια της, και ετοιμαζόταν να βγάλει τα χάρτινα φαγητά που είχε ζωγραφίσει, για να ταΐσει την Λάουρα. Την ώρα όμως που άνοιγε την τσάντα, φύσηξε ένας πολύ, πολύ, πολύ δυνατός αέρας και της άρπαξε την Λάουρα από τα χεράκια της! Την άρπαξε και με δύναμη την σήκωσε ψηλά. 

Η Έλλη, εκείνη την στιγμή, έβγαλε μια δυνατή στριγκλιά. Οι γονείς της, έτρεξαν αμέσως στην αυλή και την κοίταξαν έκπληκτοι. Ο αυγουστιάτικος νοτιάς, είχε ήδη πάρει την μικρή Λάουρα σαν χαρταετό, και την σήκωσε πάνω από το σπίτι. Πάνω από την θάλασσα, πάνω και από το πιο πάνω, το παραπάνω… Η Λάουρα ανέβαινε τώρα με μεγάλη ταχύτητα στον ουρανό, χορεύοντας κιόλας!
Ο ουρανός την έπαιρνε μακριά, πολύ, πολύ, πολύ μακριά.Η Έλλη, άρχισε να κλαίει και να ουρλιάζει συγχρόνως. “Η Λάουρα, η Λαουρίτσα μου, η αδερφούλα μου, έφυγε, πάει έφυγε σας λέω...” φώναζε. Οι γονείς της, την πήραν αμέσως στην αγκαλιά τους να την παρηγορήσουν, αλλά εκείνη έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε ασταμάτητα. Τις επόμενες μέρες η Έλλη, δεν είχε όρεξη και κέφι για τίποτα. Ούτε να μιλήσει, ούτε να παίξει, ούτε να φάει το αγαπημένο της γλυκό, που έφτιαξε η μαμά της, για να χαρεί. 
Έτσι μελαγχολικά λοιπόν πέρασε και ο Αύγουστος με τον Σεπτέμβρη.


 Μια Κυριακή όμως, του Οκτώβρη, μόλις είχε ξυπνήσει, με βουρκωμένα ματάκια, ρώτησε τον μπαμπά της: “Μπαμπά, που να είναι τώρα η Λάουρα;”
“Δεν ξέρω αγαπούλα μου, μπορεί να την βρήκε άλλο παιδάκι και να την έχει αδερφούλα του” της είπε εκείνος, και της χαμογέλασε γλυκά. Η Έλλη δεν είπε τίποτε άλλο, σκεπάστηκε και περίμενε να της φέρουν το γαλατάκι της. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, στο δωμάτιο μπήκε η μαμά της, να της πει μια καλημέρα. “Δεν την χρειάζεσαι εσύ τώρα την Λάουρα, ας την βρει άλλο παιδάκι, που δεν έχει αδερφούλα” της είπε. “Ναι, αλλά ούτε και εγώ τώρα έχω αδερφούλα” απάντησε λυπημένη η Έλλη. 
Οι γονείς της, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους καιχαμογέλασαν. Η μαμά της τότε, της λέει με τρυφερότητα. “Όχι κοριτσάκι μου, εσύ, θα έχεις αδερφούλα σε λίγους μήνες!”
Η Έλλη, πετάχτηκε φωνάζοντας. “Γιατί δεν μου το λέγατε τόσο καιρό;”


 “Γιατί και εμείς τώρα το μάθαμε μωρό μου” της είπε ο μπαμπάς της. “Τότε λοιπόν, δεν την χρειάζομαι την χάρτινη αδερφούλα. Ας την βρει άλλο παιδάκι που δεν έχει” είπε η Έλλη χαρούμενη και έλαμπε το προσωπάκι της από ευτυχία. Αγκάλιασε τους γονείς της, τους φίλησε πολλές, πολλές, πολλές, φορές και τους ρώτησε με την γλυκιά φωνούλα της. “Την αληθινή αδερφούλα μου, μπορούμε να την λέμε Λάουρα;” Οι γονείς της την κοίταξαν με αγάπη. Συμφώνησαν μαζί της, την καληνύχτισαν και την άφησαν να ονειρευτεί την καινούργια αληθινή αδερφούλα της. Λίγο πριν κλείσουν την πόρτα, η Έλλη τους φώναξε: “Εγώ θα της μάθω το τραγούδι για το ψαλίδι, εντάξει;”
“Εντάξει. Αρκεί να μη της μάθεις να φτιάχνει χάρτινες αδερφούλες”, απάντησε η μαμά της και έφυγε γελώντας.

(Το παραμύθι αυτό, γράφτηκε και σχεδιάστηκε ηλεκτρονικά τον Ιούλιο του 2012)





παραμύθι 11

"η Αψού και η Γκούχ"



Μια φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη.
Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. Της άρεσε να ζωγραφίζει, να χορεύει και να παίζει με τις κουκλίτσες της όλη μέρα.
Όμως υπήρχαν και κάποιες μέρες, ειδικά μες στο χειμώνα, που η Έλλη, αρρώσταινε και έπρεπε να μένει στο κρεβάτι. Αυτές τις μέρες, η μαμά της έλεγε, ότι ήρθαν να παίξουν μαζί της η Αψού με την Γκούχ. Μια τέτοια μέρα ήταν και αυτή. Στο σπίτι, εκείνη τη μέρα, ήρθε να την δει η φίλη της Κάτια.
Η Έλλη, της είπε πως έχουν έρθει και η Αψού με την Γκούχ. «Ποιες είναι αυτές», ρώτησε η Κάτια, και τότε η μικρή Έλλη, άρχισε να της λέει:

« Όταν έρχονται οι φίλες μου να παίξουμε μου αρέσει πολύ. Όπως εσύ τώρα. Όταν όμως έρχονται η Αψού με τη Γκούχ κουράζομαι πολύ, γιατί είμαι αρρωστούλα, και έχω και πυρετό.»
«Είναι τώρα εδώ; γιατί δεν τις βλέπω;» ρώτησε η Κάτια.
«Εγώ τις βλέπω γιατί είμαι άρρωστη, αλλά και τα παιδάκια που είναι κρυωμένα όπως εγώ, τις βλέπουν» απάντησε η Έλλη. «Κάθε φορά που έρχονται, αρρωσταίνω. Το λέει και η μαμά».
Η Κάτια άκουγε με προσοχή την Έλλη. Της έκανε εντύπωση αυτά που έλεγε. «Πόσο άρρωστη είσαι τώρα;» την ρώτησε.
«Φτερνίζομαι συνέχεια και αρχίζω τα αψού». Είπε η Έλλη. « Αψού εγώ, αψού και η Αψού.
Παίρνω τότε τα μαντιλάκια μου, φυσάω τη μυτούλα μου και ξεκινάω το παιχνίδι. Όμως εκεί που πάω να ταΐσω τις κουκλίτσες μου, αρχίζουμε πάλι τα αψού. Αψού εγώ, αψού και η Αψού. Δεν σταματάμε με τίποτα! Μέχρι τη στιγμή που έρχεται η μαμά με ένα κουτί καινούργια χαρτομάντιλα, που έχουν άρωμα ευκαλύπτου. Φυσάω τη μυτούλα μου και πάλι από την αρχή, να ταΐσω τις κούκλες μου, να τις ντύσω με ωραία φορέματα... Όμως μετά από λίγο αρχίζω τα αψού. Αψού εγώ, αψού και η Αψού.

Η μυτούλα μου γίνεται κόκκινη και το πάτωμα γεμίζει από μαντιλάκια ευκαλύπτου. Βουνά ολόκληρα από μαντιλάκια σου λέω, και τα ματάκια μου δακρύζουν από τα φτερνίσματα».
«Και η Γκούχ, πότε έρχεται;» ρώτησε η Κάτια.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Έλλη άρχισε να βήχει. «Να, είδες, τώρα ήρθε και η Γκούχ» της είπε. «Γκούχ-γκούχ η Γκούχ... αψού-αψού η Αψού... αλλά εγώ κάνω και γκούχ και αψού. Πόνεσε ο λαιμός μου, κοκκίνισε η μυτούλα μου, δάκρυσαν τα ματάκια μου» είπε η Έλλη. Η Κάτια μάζεψε τα πραγματάκια της, πήρε την κουκλίτσα της και σκεπτική γύρισε και της είπε: «Είστε τελικά πολύ άρρωστες και οι τρεις. Καλλίτερα να φύγω. Θα πάω σπίτι μου, αλλά εσύ να τους πεις να μην έρθουν να με βρουν. Δεν θέλω να αρρωστήσω όπως και εσύ».
Εκείνη τη στιγμή ακριβώς στο δωμάτιο μπήκε η μαμά της Έλλης. Έφερνε γάλα με μέλι και μια κουταλιά σιρόπι με γεύση φράουλα. «Πρέπει να το πιεις να γίνεις καλά, αγαπούλα μου» της είπε, και μετά κοίταξε την Κάτια λέγοντας: «Κατιούλα, νομίζω πως ήρθε η ώρα να πας σπίτι σου. Η μαμά σου περιμένει στην πόρτα. Και μην ανησυχείς, θα πω στην Αψού και την Γκούχ να μην έρθουν μαζί σου”.


Η Κάτια έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο, φωνάζοντας “όταν γίνεις πάλι καλά και φύγουν αυτές οι δυο φίλες σου, τότε θα έρθω να παίξουμε.”
Η Έλλη της είπε “εντάξει και αντίο”, και έτρεξε στο μπάνιο, όπως της είπε η μαμά της.
Θα κάνει πρώτα ένα ζεστό ντους, μετά θα φάει λίγη σουπίτσα και θα πέσει να κοιμηθεί.
Όταν τα κάνει αυτά, θα νοιώσει καλλίτερα και όταν νοιώσει καλλίτερα θα φύγουν η Αψού με την Γκουχ. Όταν φύγουν, θα σταματήσει τα αψού και τα γκουχ. Θα γίνει σίγουρα καλά!
Χρειάζεται μόνο λίγη φροντίδα μανούλας, λίγη αγάπη μπαμπούλη, λίγο φάρμακο και ξεκούραση.
Έτσι δε γίνεται πάντα;»

Το παραμύθι αυτό γράφτηκε και εικονογραφήθηκε ηλεκτρονικά τον Ιανουάριο 2013
www.ellis-stories.blogspot.com



παραμύθι 12

"η Έλλη  και η αγριόχηνα Πετούνια"


Mιά φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. Αγαπούσε όλα τα ζωάκια, μα πιο πολύ το μικρό σκυλάκι της την Ρόζα. Αγαπούσε και όλα τα πουλιά, μα πιο πολύ τις αγριόχηνες. Κάποτε η μαμά της, της είχε δείξει εικόνες με διάφορα πουλιά, από ένα βιβλίο και της άρεσαν πολύ.

Εκεί είδε πρώτη φορά μια αγριόχηνα να πετάει στον ουρανό, και είπε στην μαμά της ότι θα ήθελε να ήταν πάνω στην ράχη της και να ταξίδευε μαζί της. Τι όμορφα φτερά που είχε, πόσο καμαρωτά τα τέντωνε για να πετάξει, τι όμορφο μακρύ λαιμό! Από τότε, πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο της να πετάνε μαζί. Πάνω από θάλασσες, βουνά, κάμπους, πέταγε μαζί με την καινούργια φίλη της που την ονόμασε Πετούνια.

Η Πετούνια λοιπόν η αγριόχηνα, που πέταγε στους ουρανούς! Η μαμά της Έλλης, χάρηκε για την αγάπη της προς αυτό το πουλί, γιατί και εκείνη το ξεχώριζε από τόσα άλλα. Γιαυτό, δεν της έμαθε μόνο πολλά πράγματα για την ζωή του, αλλά της έμαθε και να ζωγραφίζει όμορφες αγριόχηνες στα τετράδια της. Αν έβρισκε δε, και κανένα παιχνίδι με το αγαπημένο της πουλί, το αγόραζε αμέσως για να την κάνει να χαρεί.

Μια μέρα λοιπόν που πήγε η Έλλη στο νηπιαγωγείο, η δασκάλα είπε σε όλα τα παιδάκια να κάνουν μια ζωγραφιά για ένα πουλί που τους αρέσει. Θα την κρεμάσουν στον τοίχο, την μια δίπλα στην άλλη, και μετά, θα πει το καθένα μία ιστορία για την ζωγραφιά του και για ποιο λόγο την έφτιαξε.
Στο τέλος, όλα τα παιδάκια μαζί, θα διαλέξουν την καλλίτερη. Φυσικά όλοι ενθουσιάστηκαν, μα πιο πολύ από όλους η Έλλη, που θα της δινόταν η ευκαιρία να πει την ιστορία της δικιάς της Πετούνιας.
Τα περισσότερα αγοράκια ζωγράφισαν αετούς, και περιστέρια. Τα κοριτσάκια γλάρους και καναρίνια. Η φίλη της η Κατερίνα ζωγράφισε ένα παπαγάλο, και ο άτακτος Γιαννάκης ζωγράφισε μια νυχτερίδα που την φώναζε Μπάτμαν. Η Έλλη πήρε τις μπογιές της και άρχισε αμέσως χαρούμενη, να σχεδιάζει μια αγριόχηνα, όπως ακριβώς της έμαθε η μαμά της.
Κάνω πρώτα μια γραμμή, τα μάτια, τη μυτούλα.
Μετά θα κάνω το λαιμό, μακρύ σαν σημαιούλα.
Φτερά θα φτιάξω ανοιχτά, να μοιάζει αεροπλάνο,
ύστερα κάνω την ουρά, και πόδια από πάνω.


Μετά από αρκετή ώρα, τελειώσανε όλα τα παιδάκια αυτό που έφτιαχναν. Έβαλαν βιαστικά τις ζωγραφιές τους στον τοίχο. Από μακριά ξεχώριζαν τρεις:
Η αγριόχηνα, ο παπαγάλος και ο Μπάτμαν. Ήσαν οι καλλίτερες ζωγραφιές. Η δασκάλα όμως, είπε στον Γιαννάκη, ότι ο Μπάτμαν δεν είναι υπαρκτό πουλί.  Όλοι γέλασαν, και η ζωγραφιά του κατέβηκε από τον τοίχο. Τα παιδιά μετά, κατέβασαν και άλλες ζωγραφιές που δεν τους άρεσαν. Στο τέλος, έμειναν η αγριόχηνα με τον παπαγάλο.  Σκέφτηκαν, συζήτησαν, όλα μαζί αποφάσισαν πως και οι δυο ζωγραφιές ήσαν ωραίες αλλά για να διαλέξουν την καλλίτερη, έπρεπε να ακούσουν την ιστορία τους. Πρώτη μίλησε η Κατερίνα και είπε για τον παπαγάλο της.
Τον έλεγαν Έλα, γιατί μόνο αυτό ήξερε να λέει. “Έλα, για πες μας έλα”, του έλεγαν όλοι στο σπίτι της, και ο παπαγάλος φώναζε, “έλα, έλα, έλα” συνέχεια. Τον αγαπάει πολύ, γιατί είναι μεγάλος χορευταράς, και του αρέσει πολύ η μουσική.  Όποτε ακούει τραγούδια, χορεύει, χορεύει, χορεύει ασταμάτητα!  Όλα τα παιδάκια γέλασαν με την ιστορία της Κατερίνας που άρχισε και εκείνη να κουνιέται για να δείξει πως χορεύει ο παπαγάλος της, και της ζήτησαν να τον φέρει μια μέρα στο σχολείο να τον δουν.


Μετά ήρθε και η σειρά της Έλλης να πει για την δικιά της ζωγραφιά.
“Λοιπόν, για πες μας, γιατί διάλεξες αυτό το πουλί να μας παρουσιάσεις;” ρώτησε η δασκάλα.
“Είναι η Πετούνια η αγριόχηνα, που πετάει ψηλά, μέχρι τον ουρανό!” είπε με καμάρι η Έλλη.
 “Την θαυμάζω και θα ήθελα να πετάμε μαζί, να ταξιδεύουμε σε όλο τον κόσμο. Πολλές φορές, βλέπω στον ύπνο μου, να πετώ μαζί της.


 Άλλες πάλι φορές, βλέπω στα όνειρα μου, να μένω σε ένα μεγάλο αγρόκτημα, με πολλές χήνες και αγριόχηνες, να παίζουμε, να τις ταΐζω και να τις φροντίζω. Αν όλοι οι άνθρωποι σκεφτόμασταν σαν τις αγριόχηνες, ο κόσμος μας θα ήταν καλλίτερος, λέει η μαμά μου, και εγώ την πιστεύω” είπε η μικρούλα Έλλη.

Κανένα από τα παιδάκια δεν την διέκοψε μέχρι τώρα, γιατί όλα την κοιτάζανε με απορία, περιμένοντας να συνεχίσει την ιστορία της, όπως και έκανε.
“Αυτά τα πουλιά ταξιδεύουν τον χειμώνα για πιο ζεστά μέρη. Το ταξίδι αυτό είναι πολύ κουραστικό και δύσκολο. Πετάνε στον ουρανό σε σχήμα “v”, γιατί είναι πολύ έξυπνες, και με αυτό το τρόπο πηγαίνουν πιο γρήγορα. Οι αγριόχηνες που πετάνε μπροστά, δημιουργούν ένα ρεύμα αέρα που βοηθάει τις άλλες να πετάνε πιο εύκολα.

Αν κάποια φύγει από την ομάδα, νοιώθει την μεγάλη αντίσταση του αέρα, και γιαυτό μετά επιστρέφει πάλι στη θέση της.  Όμως οι αγριόχηνες που πετάνε μπροστά, για να οδηγούν τις άλλες, κουράζονται γρήγορα.  Όταν λοιπόν κάποια από αυτές κουραστεί, περιμένει, πηγαίνει πίσω στο τέλος, που το πέταγμα είναι πιο ξεκούραστο, μέχρι να βρει πάλι τις δυνάμεις της, και μια άλλη παίρνει την θέση της.  Όταν και οι άνθρωποι κάνουν πράγματα μαζί, με συνεργασία και ομαδικό πνεύμα καταφέρνουν πολλά, λέει ο μπαμπάς μου. Και αν οι άνθρωποι σκεφτόντουσαν έτσι, ότι η επιτυχία εξαρτάται από την συνεργασία, και όλοι μαζί να ανταλλάζουν τις δύσκολες δουλειές, θα κατάφερναν πολλά πράγματα, λέει η μαμά μου” είπε η Έλλη, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε.

 “Γιατί και οι χήνες που πετούν πίσω, κάνουν κάτι πολύ σοβαρό. Βοηθούν με άλλο τρόπο. Όσο πετούν, φωνάζουν για να ενθαρρύνουν εκείνες που βρίσκονται μπροστά. Έτσι οι πρώτες παίρνουν κουράγιο, πετούν γρήγορα, ακούραστα, και κρατάνε σταθερή την ταχύτητα τους. Μακάρι και οι άνθρωποι να βοηθούν αυτούς που θέλουν να πηγαίνουν μπροστά.” Η δασκάλα της Έλλης είχε ενθουσιαστεί με αυτά που έλεγε η μικρούλα. “Το ξέρατε αυτό παιδιά;” τα ρώτησε, και εκείνα περίμεναν να συνεχίσει την ιστορία της η Έλλη, με ησυχία. Μόνο ο άτακτος Γιαννάκης πετάχτηκε και είπε, “κυρία, ο Μπάτμαν πάει όπου θέλει πολύ γρήγορα, χωρίς να κουράζεται”. Τα παιδιά γέλασαν για λίγο, όμως αμέσως γύρισαν στην Έλλη και της είπαν:
“Πες μας και άλλα για τις αγριόχηνες!”  Έτσι η Έλλη, συνέχισε την ιστορία της με καμάρι, γιατί είχε καταφέρει, όλα τα παιδιά να την ακούνε, ήσυχα και με πολύ προσοχή!

“Όταν κάποια είναι πολύ κουρασμένη, άρρωστη ή χτυπημένη, και δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο, πέφτει στη θάλασσα να ξεκουραστεί”, είπε σοβαρή -σοβαρή η Έλλη.
Τότε άλλες δύο, θα πάνε κοντά της να την προσέχουν μέχρι να είναι έτοιμη να ταξιδέψει πάλι. Και αν δεν προλάβουν την δικιά τους ομάδα, θα περιμένουν να εμφανιστεί άλλη στον ουρανό, θα την ακολουθήσουν και θα φτάσουν όλες μαζί εκεί που πρέπει. Έτσι πρέπει να κάνουν και οι καλοί φίλοι. Να βοηθούν όταν τους έχουμε ανάγκη. Γιαυτό αγαπώ τις αγριόχηνες και τις θαυμάζω. Είναι τα αγαπημένα μου πουλιά. Μα πιο πολύ, αγαπώ την Πετούνια, που πετάει μέχρι τον ουρανόοοοοο.”
 Είπε η Έλλη και σήκωσε τα χεράκια της ψηλά με έμφαση.
Τα παιδάκια χειροκρότησαν όλα μαζί, είπαν μπράβο στην Έλλη για την ιστορία της, που σίγουρα ήταν η καλλίτερη. Η δασκάλα χάρηκε για τον ενθουσιασμό τους και τους πρότεινε ο καθένας να ζωγραφίσει μια αγριόχηνα, την δική του αγριόχηνα, να της βγάλει ένα όνομα και να στολίσουν την τάξη. Έτσι που θα τις βλέπουν κάθε μέρα, θα σκέφτονται πόσο υπέροχα πουλιά είναι, και θα διδάσκονται από την συμπεριφορά τους. Τα παιδάκια χάρηκαν πολύ με αυτή την ιδέα!

Η  Κατερίνα είπε, πως την δικιά της θα την ονομάσει Κατερίνα. Η Ζωή είπε, πως την δικιά της θα την λέει Αφροδίτη, γιατί θα είναι η πιο όμορφη από όλες. Και ο Γιαννάκης, ρώτησε την δασκάλα, αν μπορεί την δικιά του αγριόχηνα να την λέει Μπάτμαν. Τα παιδάκια, γελάσανε βέβαια με τον Γιαννάκη, που μια αγριόχηνα θα την ονόμαζε “νυχτερίδα”, αλλά και η δασκάλα αυτή τη φορά, δεν του χάλασε το χατίρι. Από εκείνη την ημέρα, όλα αυτά τα παιδάκια που λάτρεψαν τις αγριόχηνες, άλλαξαν πολύ συμπεριφορά. Ήσαν πιο υπάκουα, συνεργαζόντουσαν σε ομαδικά παιχνίδια και έγιναν όλοι πολύ καλοί φίλοι για πολλά χρόνια. Υποσχέθηκαν το ένα στο άλλο πως όταν μεγαλώσουν θα φροντίζουν
αγριόχηνες όπου και αν βρίσκονται, και όταν μεγαλώσουν αρκετά, θα ασχοληθούν με την προστασία της αγριόχηνας.
Τι λες και εσύ, θα τα καταφέρουν;

( Το παραμύθι αυτό γράφτηκε και σχεδιάστηκε ηλεκτρονικά τον Ιανουάριο του 2013)
www.ellis.stories.blogspot.com







παραμύθι 13

"Που πάω όταν κοιμάμαι;"


Μια φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. Αγαπούσε όλα τα ζωάκια μα πιο πολύ το μικρό σκυλάκι της την Ρόζα.

‘Ένα βράδυ, πριν μερικά χρόνια, τότε που ήταν πιο μικρούλα η Έλλη, έπεσε στο κρεβατάκι της για να κοιμηθεί. Είχε πλύνει τα δοντάκια της, και είχε φορέσει τα νυχτικάκια της, όπως κάθε βράδυ.
Η μαμά, όπως πάντα, αφού πρώτα της είπε ένα παραμυθάκι, την φίλησε και την καληνύχτισε γλυκά-γλυκά.
«Μαμά, που πάμε όταν κοιμόμαστε;» την ρώτησε η Έλλη.
«Στον κόσμο του ύπνου και των ονείρων», της απάντησε.
«Και που είναι αυτός ο κόσμος;» ξαναρώτησε η Έλλη.
«Στο μυαλό μας», είπε η μαμά της και την ξανασκέπασε.
«Και πώς είναι αυτός ο τόπος;… και εγώ εκεί πηγαίνω;» ρώτησε πάλι η μικρούλα Έλλη, γεμάτη περιέργεια. Η μαμά της κατάλαβε, ότι αν αυτή τη στιγμή, δεν τις έλυνε όλες τις απορίες, δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ!

Έτσι άρχισε, όσο πιο απλά μπορούσε, να της εξηγεί: «Και εσύ και ο καθένας μας έχει τον δικό του τόπο. Τον φτιάχνει χωρίς καν να το καταλάβει. Το μυαλό μας τα κάνει όλα. Μαζεύει συναισθήματα και εικόνες κάθε μέρα, τα φυλάει στην μνήμη μας, και όταν κοιμόμαστε, φτιάχνει ιστορίες με το υλικό που έχει. Σαν να είναι σκηνοθέτης που φτιάχνει ένα έργο. Κάθε φορά διαφορετικό».
«Ξέρει και κάνει τέτοια πράγματα το μυαλό μου;» ρώτησε ενθουσιασμένη πια η Έλλη.

«Ναι, μπορεί. Αν εσύ κλείσεις τα ματάκια σου τώρα αμέσως, και φτιάξεις το έργο που θέλεις να δεις με το μυαλουδάκι σου, μικρέ μου καλλιτέχνη, θα δεις ένα όμορφο όνειρο! Αύριο το πρωί, μου το λες και εμένα». Είπε η μαμά της, προσπαθώντας να την βάλει γρήγορα για ύπνο, γιατί η ώρα περνούσε.

Η Έλλη σκέφτηκε λίγο και είπε: «Θα φτιάξω ένα τόπο που όλα θα είναι ροζ. Θα είμαι πριγκίπισσα με ροζ φουστάνι γεμάτο πετράδια και μαργαριτάρια. Θα έχω ένα λαμπερό ροζ θρόνο.
Θα τρώω ροζ κεκάκια, πολλά, πολλά, πολλά, ροζ και σοκολατένια κεκάκια, και θα παίζω με πολλές, πολλές, κούκλες όλη μέρα.

Θα πετάω ψηλά με το βασιλικό άλογό μου, και θα κάνω βόλτες πάνω από τους κάμπους και τα δάση. Θα βλέπω κήπους με πολλά, πολλά, πολλά γλειφιτζούρια και πολλά, πολλά, πολλά παγωτά! Θα κάνω ότι θέλω εγώ, μανούλα, αλλά εσύ δεν θα είσαι εκεί να μου λες «μη», ούτε να με μαλώνεις όταν θα κάνω αταξίες» είπε γλυκά-γλυκά η Έλλη, μήπως και στενοχωρήσει την μαμά της.
«Εντάξει αγαπούλα μου, κλείσε τα ματάκια σου, δες το ονειράκι σου όπως το θες, και κοιμήσου γρήγορα γιατί είναι αργά πια» της είπε η μαμά της και έκλεισε το φως.
Η Έλλη, χαμογέλασε ευτυχισμένη. Θα έβλεπε το καλλίτερο όνειρο του κόσμου, και θα το είχε φτιάξει όπως σκεφτόταν εκείνη. Όλα ροζ και όλα δικά της!

Την άλλη μέρα το πρωί, η Έλλη ξύπνησε χαρούμενη και γελαστή. Πλύθηκε, ντύθηκε, πήρε και το σκυλάκι της τον Αττίλα, και έτρεξε στην κουζίνα. «Θα ήθελα λίγο γάλα και ψωμάκι με βούτυρο και μαρμελάδα, παρακαλώ πολύ» είπε.
«Αμέσως πριγκίπισσά μου» απάντησε η μαμά της, την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο μαγουλάκι της. «Είδα ένα πολύ όμορφο ροζ όνειρο μανούλα... είμαι σίγουρη ότι ήταν ροζ και όμορφο, αλλά δεν το θυμάμαι τώρα να σου το πω! Πάει καταστράφηκα! Πως θα γίνω σκηνοθέτης στα όνειρά μου, όταν δεν θα θυμάμαι τίποτα από αυτά που είδα;» είπε η Έλλη με μια δόση απογοήτευσης. «Έτσι γίνεται γλυκιά μου» είπε η μαμά της, «δεν θυμόμαστε πάντα τα όνειρά μας. Συνήθως θυμόμαστε, αυτό που είδαμε λίγο πριν ξυπνήσουμε. Μη στενοχωριέσαι έχεις να δεις πολλά όνειρα ακόμα».

«Ναι, μπορεί να το θυμηθώ και να στο πω εκείνη τη μέρα, αλλά εγώ θέλω να το θυμάμαι για πάντα» απάντησε η Έλλη.
«Τότε, να πάρεις ένα μπλοκ ζωγραφικής, και να αρχίσεις να ζωγραφίζεις όλα τα όνειρα σου, όσα θυμάσαι. Θα τα μαζεύεις εκεί όλα, σε μικρές όμορφες ζωγραφιές, και εγώ θα σε βοηθάω να γράφουμε ημερομηνίες. Έτσι θα μπορείς να τα ξαναβλέπεις όποτε θέλεις εσύ» είπε η μαμά της. Έτσι και έγινε. Ή μικρούλα Έλλη, από τότε, ζωγραφίζει σε μεγάλα μπλοκ, όλα τα όμορφα όνειρά της, για να μπορεί να τα βλέπει όποτε θέλει και να τα θυμάται. Μέχρι τώρα, έχει φτιάξει πολλές τέτοιες ζωγραφιές, και έχει γεμίσει πολλά τέτοια μπλοκ. Κάθε φορά που τελειώνουν οι σελίδες σε κάποιο, το τυλίγει με μια όμορφη κορδελίτσα και το βάζει στο γραφείο της, με προσοχή. Έχει φτιάξει μάλιστα μια ετικέτα από έξω, που γράφει: «Που πάω όταν κοιμάμαι»

( Το παραμύθι αυτό γράφτηκε και σχεδιάστηκε ηλεκτρονικά τον Ιανουάριο του 2013)
www.ellis.stories.blogspot.com


παραμύθι 15




παραμύθι 16

"Η πολύ μεγάλη και η πολύ μικρή πόρτα"


Μια φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. Αγαπούσε όλα τα ζωάκια μα πιο πολύ το μικρό σκυλάκι της την Ρόζα. 
Ένα πρωί Σαββάτου, τότε που ήταν πιο μικρούλα η Έλλη,πριν μερικά χρόνια, ήρθε στο σπίτι της η Ζωίτσα η φίλη της. Θα έμεναν μαζί όλη μέρα, να φάνε, να παίξουν, να κοιμηθούν, και το πρωί της Κυριακής θα ερχόταν η μαμά της να τη πάρει! Ήσαν πολύ χαρούμενες και οι δυο. Η Ζωίτσα μάλιστα είχε φέρει και μία τσάντα με τα αγαπημένα της παιχνίδια. Κάθησαν στο πάτωμα αμέσως και άρχισαν να συζητούν με πιο παιχνίδι θα αρχίσουν πρώτα να παίζουν. Ήθελαν να χαρούν όλη τη μέρα τους παίζοντας, χωρίς διακοπή.

Εκεί λοιπόν που προετοίμαζαν τις μικρές κουκλίτσες τους, λέει η Έλλη στη Ζωή:
“Θα ήθελα να ήμουν τόσο μικρούλα, σαν και αυτές τις κουκλίτσες. Θα με βάζει η μαμά μου στο τσαντάκι της και θα πηγαίνουμε παντού μαζί! Αν είμαι τόσο μικρούλα, ότι μου αρέσει θα είναι και πολύ και μεγάλο! Εγώ δίπλα σε ένα τεράστιο παγωτό όλο δικό μου, να κάθομαι πάνω σε μια μεγάλη σοκολάτα... να κοιμάμαι σε ένα χρωματιστό κεκάκι! Να χοροπηδάω σε ένα τεράστιο μαξιλάρι, να κάνω κούνια στη μπούκλα της μαμάς μου....”

 Η Ζωή άκουγε προσεχτικά αυτά που της έλεγε η Έλλη, και όταν σταμάτησε να μιλάει την ρώτησε προβληματισμένη: “ Αν έπρεπε να διαλέξεις από δυο πόρτες, μία πολύ μεγάλη και μία πολύ μικρή, που οδηγούν σε διαφορετικούς κόσμους. Στον ένα όλα είναι πολύ μεγάλα και εσύ μικρούλα και στον άλλο όλα πολύ μικρά και εσύ τεράστια ...τι θα διάλεγες;”
Η Έλλη, σκέφτηκε λίγο και απάντησε: “Μα φυσικά προτιμώ να είμαι εγώ μικρούλα σε ένα τεράστιο κόσμο.” Μετά, μισόκλεισε τα ματάκια της και άρχισε να φαντάζεται αυτό ακριβώς που είπε. Είδε λοιπόν πως ήταν σε ένα μικρό άδειο δωμάτιο, με λουλουδένια ταπετσαρία. Μπροστά της υπήρχαν δυο πόρτες. Η μία ήταν πολύ-πολύ μεγάλη, και η άλλη ήταν πολύ-πολύ μικρή. Θυμήθηκε αυτό που την ρώτησε η Ζωή και τώρα της δινόταν η ευκαιρία να διαλέξει . Διάλεξε να ανοίξει την μεγάλη πόρτα. Έβαλε λοιπόν τα δυνατά της να την ανοίξει, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο! Τεντώθηκε ξανατεντώθηκε, χοροπήδησε δυο τρεις φορές να φτάσει το πόμολο, έσπρωξε και να τη λοιπόν, που επιτέλους άνοιξε αυτή η τόσο μεγάλη πόρτα!

Η μικρούλα Έλλη τώρα, βρέθηκε σε ένα τεράστιο δωμάτιο! Μεγάλες καρέκλες, μεγάλα τραπέζια, βιβλία, παιχνίδια... και εκείνη τόσο μικρούλα μπροστά τους! Και η φίλη της η Ζωή που έμοιαζε τώρα τεράστια σαν γίγαντας, έπαιζε με τα τεράστια παιχνίδια στο πάτωμα μόνη της. Αλλά και η Έλλη τώρα, μικρή σαν κουκλίτσα, δεν μπορούσε να παίξει με κανένα παιχνίδι. Όλα φαινόντουσαν και ήσαν, πολύ μεγάλα και πολύ βαριά για τα μικρά χεράκια της! Έβλεπε τώρα τη Ζωή να ετοιμάζεται να φάει, ένα τεράστιο γλειφιτζούρι.
Η Έλλη, όσο και αν της φώναζε για να της δώσει λίγο, εκείνη δεν την άκουγε.
Τόσο μεγάλο γλειφιτζούρι και να μη μπορεί να φάει ... τόσο μεγάλα και πολλά παιχνίδια και να μη μπορεί να παίξει... τι κρίμα που ήταν, σκεφτόταν τώρα η Έλλη.

Η Ζωή ούτε την έβλεπε αλλά και ούτε την άκουγε! Η Έλλη τώρα ένοιωσε θλιμμένη και κουρασμένη. Στο δωμάτιο πιο πέρα υπήρχε ένα ωραίο και τεράστιο κρεβάτι, μα εκείνη τόσο μικρούλα όπως ήταν τώρα, δεν μπορούσε να το φτάσει για να κοιμηθεί!
Τότε είδε τη Ζωή, να πηγαίνει στο κρεβάτι αυτό με δυο κουκλίτσες της να ξαπλώσει. Εκείνη μόνο στο κρεβατάκι της κούκλας χωρούσε τώρα!. Τελικά, δεν έχει και πολύ πλάκα να είσαι τόσο μικρούλης, σε ένα κόσμο με τόσο μεγάλα πράγματα που δεν μπορείς να τα φτάσεις, σκέφτηκε η Έλλη μετανιωμένη που διάλεξε να ανοίξει την μεγάλη πόρτα.


“Εγώ σου μιλάω και εσύ κοιμάσαι;” φώναξε η Ζωή, και έσπρωξε ελαφριά την Έλλη.
“Α... τι καλά που είμαστε ίδιες...” είπε η Έλλη. “Σκεφτόμουν αυτό που με ρώτησες πριν. Δεν θα ήθελα τελικά να ήμουν πολύ μικρούλα σε ένα κόσμο που όλα είναι πολύ μεγάλα,” της απάντησε και την αγκάλιασε τρυφερά με ανακούφιση.
“Μήπως θα σου άρεσε να ήσουν πολύ μεγάλη σε ένα κόσμο που όλα είναι πολύ μικρά;” την ρώτησε τώρα η Ζωή.

Η Έλλη, σκέφτηκε λίγο και απάντησε: “Μα φυσικά προτιμώ να είμαι εγώ πολύ μεγάλη σε ένα μικρούλικο κόσμο. Έτσι θα κάνω ότι θέλω ευκολότερα. Θα φτάνω τα πολύ ψηλά ντουλάπια, και θα τρώω όσο γλυκό θέλω. Θα πηγαίνω μόνη μου στη παιδική χαρά, στο πάρκο, στους παιδότοπους, γρήγορα, σχεδόν με ένα πήδημα. Θα παίζω με ότι βρίσκω γύρω μου έτσι μικρά που θα είναι όλα, και όλες οι φίλες μου θα είναι οι ζωντανές κουκλίτσες μου”.
“Δεν θέλω να είμαι εγώ η μικρή κουκλίτσα σου, θέλω να είμαι μεγάλη όσο και εσύ για να παίζουμε μαζί,” της φώναξε δυνατά η Ζωή. Η Έλλη, χαμογέλασε, μισόκλεισε τα ματάκια της και άρχισε να φαντάζεται αυτό ακριβώς που μόλις είπε.

Είδε λοιπόν πως αυτή και η Ζωή, ήταν σε ένα μικρό άδειο δωμάτιο. Μπροστά τους υπήρχαν δυο πόρτες. Η μία ήταν πολύ πολύ μεγάλη, και η άλλη ήταν πολύ πολύ μικρή. Θυμήθηκε ότι δεν της άρεσε αυτό που είδε, όταν άνοιξε την πολύ μεγάλη πόρτα και έτσι προσπάθησε τώρα, να ανοίξει την πολύ μικρή πόρτα. Έσκυψαν, στριμώχτηκαν και πέρασαν μέσα από αυτή σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο.

Τόσο μικρό δωμάτιο, που έμοιαζε με κουκλόσπιτο. Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνη της και ένοιωθε καλλίτερα. Δίπλα της ήταν και η Ζωή. Στριμωγμένες και οι δύο σε ένα δωματιάκι μια σταλιά κοιτούσαν γύρω τους έκπληκτες. Σε ένα μικρό τραπεζάκι, βρισκόταν ένα κεκάκι πολύ μικρό. Όταν το μοιράστηκαν στα δύο, αναλογούσε μια μπουκιά στη κάθε μια τους. Τα παιχνίδια τους ήσαν τόσο μικρά που δεν μπορούσαν καλά καλά να τα πιάσουν στα χέρια τους. Και η πολυθρόνα ήταν τόσο μικρή, που δεν χωρούσαν να ακουμπήσουν ούτε τα κεφάλια τους. Πρώτη η Έλλη έβαλε τα κλάματα. “Δεν μου αρέσει που είμαι τόσο μεγάλη, σε ένα κόσμο τόσο μικρόοοο... Θέλω να γίνω όπως ήμουν πρώταααα....” Μόλις την είδε έτσι η Ζωή, άρχισε να κλαίει και αυτή.

“Να φύγουμε από αυτό το δωμάτιο τώραααα...” συμπλήρωσε η Έλλη.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε μια φωνή να τους λέει:
“Βρε κορίτσια, γιατί φωνάζετε; τι κάνετε στο πάτωμα;”  Οι δυο φίλες, έτριψαν τα ματάκια τους από τα δάκρυα να δουν καλλίτερα, και έκπληκτες είδαν μπροστά τους την Κάτια, σε κανονικό μέγεθος φυσικά! Ήσαν τόσο χαρούμενες τώρα και οι δύο, που ευτυχώς, δεν βρισκόντουσαν πια στο μικρό εκείνο δωμάτιο, που την αγκάλιαζαν και την φιλούσαν συνεχώς!
Και μόνο που είχαν σκεφτεί, να είναι πολύ μεγάλες σε ένα πολύ μικρό κόσμο, πανικοβλήθηκαν. Όταν ηρέμησαν μετά από λίγο, κάθησαν και διηγήθηκαν στη μικρούλα Κάτια αυτά που είχαν φανταστεί. Τώρα όμως, τους φαινόντουσαν όλα πολύ αστεία και γελούσαν. Κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, αφού είχαν φάει το φαγητό τους και τα φρούτα τους, η Κάτια τους λέει: “Να σας πω εγώ τι θα διάλεγα αν ήμουν σε ένα δωμάτιο, με μια πολύ-πολύ μικρή και μια πολύ-πολύ μεγάλη πόρτα;”
Η Ζωή με την Έλλη κοίταξαν πολύ σοβαρές τη Κάτια και της είπαν:
“Αυτό να μην το αναρωτηθείς ποτέ, καλλίτερα. Να ανοίγεις πάντα μόνο τις πόρτες που ξέρεις. Αυτές που δεν ξέρεις επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Τώρα που είμαστε μικρές, ζούμε στο κόσμο των μεγάλων αλλά σαν παιδάκια. Σαν να είχαμε ανοίξει μια μεγάλη πόρτα δηλαδή. Να, όπως τώρα, σχεδόν όλα μας φαίνονται μεγάλα! Αλλά όταν μεγαλώσουμε, μάλλον όλα θα μας φαίνονται πιο μικρά! Όταν μεγαλώσουμε, θα είναι σαν να ανοίξαμε μια μικρή πόρτα.”

Τότε ακριβώς άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκε η μαμά της Έλλης. “Κοριτσάκια μου γλυκά, έτοιμο το γαλατάκι σας, ελάτε” τους είπε χαμογελαστή. “Μανούλα μου, πόσο χαίρομαι που είμαι ακόμα παιδάκι...” είπε η Έλλη και έτρεξε να φιλήσει τη μαμά της όλο τρυφερότητα και να χωθεί στην αγκαλιά της με αγάπη. Αυτό το κομμάτι της πραγματικότητας τελικά, είναι που της αρέσει πιο πολύ τώρα! Να είναι δηλαδή ένα μικρό παιδάκι, που το αγαπούν και το φροντίζουν οι γονείς του!

 Φεβρουάριος 2013
wwwellis-stories.blogspot.com



παραμύθι 15

"Η Έλλη και οι τρεις αγάπες"


Mια φορά και έναν καιρό, στην Αθήνα, έμενε ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Έλλη. 
Η Έλλη λοιπόν, όπως όλα τα κοριτσάκια στην ηλικία της, ήταν χαριτωμένη και ζωηρούλα. 
Αγαπούσε όλα τα ζωάκια μα πιο πολύ το μικρό σκυλάκι της την Ρόζα.

Μια μέρα, πριν μερικά χρόνια, τότε που ήταν πιο μικρούλα η Έλλη, είχε έρθει στο σπίτι της η φιλεναδίτσα της η Κάτια. Θα έμεναν μαζί όλο το σαββατοκύριακο. Έχε φέρει και μια κούτα με τα παιχνίδια της. Μόλις άνοιξε η εξώπορτα, έτρεξε η μια στην αγκαλιά της άλλης. 
Είναι πολύ αγαπημένες φίλες. Δεν τσακώνονται ποτέ. Συζητούν πολλά πράγματα μεταξύ τους και όποια απορία έχουν, πρώτα ρωτάει η μία την άλλη και μετά τρέχουν να μάθουν από τις μαμάδες τους. 

Η Κάτια είναι από την Κύπρο και λέει πολλές “παράξενες” λέξεις όταν είναι με τους γονείς της. Στην Έλλη αρέσουν τα κυπριακά που μιλάει η Κάτια, και πολλές φορές γελάνε όταν προσπαθεί και εκείνη να μιλήσει έτσι! Όπως έπαιζαν και γελούσαν λοιπόν, η Κάτια ρωτάει την Έλλη, ποιόν αγαπάει πιο πολύ από την οικογένειά της.
Αυτό πάντα την προβλημάτιζε την Έλλη. Υπήρχαν φορές που λάτρευε την μανούλα της πιο πολύ από όλους και την φώναζε “καπετάν μανούλα”. Υπήρχαν φορές που ένοιωθε να αγαπάει πιο πολύ από όλους τον μπαμπά της και τον φώναζε “μπαμπούλη μου”. 

Αλλά υπήρχαν όμως και φορές, που θεωρούσε την γιαγιά της αδύναμη, και απροστάτευτη. Τότε ένοιωθε πως αγαπάει αυτή πιο πολύ από όλους. Την καλή “νταντούλα” της, όπως την αποκαλούσε. Γύρισε το κεφαλάκι της προς τη Κάτια και της λέει: “Δεν μπορώ να αποφασίσω τελικά” είπε λίγο στενοχωρημένη η Έλλη. “Γιατί σου είναι τόσο δύσκολο; Εγώ αγαπάω πρώτα-πρώτα πολύ την μαμά μου, μετά τις αδερφές μου και μετά τον μπαμπά μου” είπε η Κάτια. “Ναι, αλλά εγώ τους αγαπώ όλους το ίδιο και στενοχωριέμαι αν πρέπει να βάλω κάποιον πρώτο. Δε θέλω κανείς να λυπηθεί. Να, πως να στο πω... τους αγαπώ όλους μαζί, σε μία αγκαλιά” απάντησε η Έλλη. 

Η Κάτια σκέφτηκε λίγο και μετά ρώτησε πάλι την Έλλη: “Σκέψου αυτό που θα σου πω,” της λέει. Αν ο καθένας ήταν σε ένα δωμάτιο, σε πιο θα πήγαινες πρώτα;” 
Η Έλλη προβληματίστηκε λίγο, σκέφτηκε και της είπε:“Την μαμά μου την σκέφτομαι το πρωί μόλις ξυπνήσω, στη κρεβατοκάμαρα, να με αγκαλιάζει να με φιλάει, να μου λέει τραγουδάκια, και εγώ να χουζουρεύω στην αγκαλιά της. 
Το μεσημέρι σκέφτομαι την γιαγιά μου, να φτιάχνει ωραία κεφτεδάκια, τυροπιτάκια, και πατατούλες, και να με ταΐζει στην τραπεζαρία. Εγώ δηλαδή, να ζωγραφίζω σπιτάκια στα τετράδιά μου και εκείνη να προσπαθεί να με ταΐσει. Το απόγευμα σκέφτομαι τον μπαμπά μου, να με πηγαίνει βόλτα στο πάρκο και μετά το βράδυ να με κοιμίζει στο κρεβατάκι μου. Να με σκεπάζει στοργικά, να μου λέει παραμύθια και εγώ να αποκοιμιέμαι κρατώντας το χέρι του.

Τελικά, μπορώ να τους μοιράσω... θα χωρίσω τη μέρα μου σε τρία μέρη! 
Το πρωί αγαπώ τη μαμά, το απόγευμα τη γιαγιά και το βράδυ τον μπαμπά” φώναξε ενθουσιασμένη! Χάρηκε τόσο πολύ, που επιτέλους έβαλε τους αγαπημένους της με τη σειρά!
Μετά θυμήθηκε, πως όταν έρχεται η νταντούλα της στο σπίτι και φοράει τις παντόφλες της, εκείνη παίρνει τα παπούτσια όλης της οικογένειας και τα τακτοποιεί. Στη μέση βάζει τα δικά της παπουτσάκια. Αριστερά και δεξιά βάζει τα παπούτσια της γιαγιάς, μετά της μαμάς της, και τελευταία τα παπούτσια του μπαμπά, προστάτη πάντα, της οικογενείας της. 
Ναι, τώρα ξέρει τι θα πει στην Κάτια. 

Θα της πει λοιπόν, ότι το πρωί αγαπάει την μαμά της πιο πολύ από όλους. Το μεσημέρι αγαπάει τη γιαγιά της πιο πολύ από όλους και το βράδυ τον μπαμπά της, πιο πολύ από όλους! 
Θα της πει λοιπόν, ότι τους αγαπάει και τους τρεις το ίδιο κάθε μέρα, χωρίς να στενοχωριούνται ποιος είναι πρώτος ή τελευταίος! Οι τρεις αγάπες της Έλλης, ο μπαμπάς, η μαμά, και η γιαγιά της, θα έχουν το ίδιο μερίδιο αγάπης, κάθε μέρα!


Ιούλιος 2013
( αφιερωμένο στη “νταντούλα” που δεν είναι πια μαζί μας, και στη φίλη μου την Κάτια που είναι από την Κύπρο.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου